Ένας παλιάτσος είμαι εγώ
καλή σας μέρα
Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι' αυτό κι εγώ θα σας το πω...

Τραγούδι λέω δυνατά
ν' ακούσουν όλα τα παιδιά
ν' ακούσει η πολιτεία
κι απ' το τραγούδι μου αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία
Ο παλιατσος
Κι έτσι όλοι μαζί κι αντάμα
να τραγουδάμε τα δίκια της ζωής
να τραγουδάς κι εσύ απ' την πλατεία
να μάθεις φίλε μου σωστά να ζεις

Τραγούδι λέω δυνατά
ν' ακούσουν όλα τα παιδιά
ν' ακούσει η πολιτεία
κι απ' το τραγούδι μου αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία
Ένας παλιάτσος είμαι εγώ καλή σας μέρα...
Ένας παλιάτσος είμαι εγώ
καλή σας μέρα...

-    -   -      -     -    -     -     -     -

- Γέλα παλιάτσο...

...κι ο παλιάτσος γέλασε!

- Πέσε παλιάτσο...

...κι ο παλιάτσος σωριάστηκε στο πάτωμα πατώντας μια μπανανόφλουδα!

- Κάνε μας να γελάσουμε παλιάτσο...

...κι ο παλιάτσος έκανε τα καλύτερα του νούμερα για να ευχαριστήσει το κοινό!

Και το κοινό τον χειροκρότησε κι ο παλιάτσος υποκλίθηκε και κατέβηκε από τη σκηνή, χαρούμενος που κατάφερε να κάνει τον κόσμο να αισθανθεί καλύτερα!

Και το βράδυ ο παλιάτσος έβγαλε το μακιγιάζ του και το έκλεισε σε ένα μικρό κουτάκι για να είναι έτοιμο για την επόμενη μέρα.

Και κοίταξε τον καθρέπτη για να δει και τη σημερινή μεταμόρφωση του...

2 θλιμμένα μάτια γεμάτα ρυτίδες τον κοίταζαν. Ένα πρόσωπο που του φαινόταν ξένο, διαφορετικό, μακρινό. Ήξερε πως του άνηκε, αλλά δεν ήξερε γιατί και πως έγινε έτσι.

Δεν θυμόταν πια. Μετά από τόσες παραστάσεις που έδινε χαρά σε όλους είχε ξεχάσει αυτό που ήταν πριν βάλει το μακιγιάζ του παλιάτσου. 

Με τα ακροδάχτυλα του τράβηξε τη ζαρωμένη επιδερμίδα κι αναστέναξε ελαφρά.

Μεγάλωνε. Πίσω από τη μάσκα ήταν ένας κοινός άνθρωπος, γεμάτος λύπη και προβλήματα. Ήθελε να κάνει χαρούμενο το περίγυρο του γιατί έτσι ξεχνούσε τον δικό του πόνο. Τα χαρούμενα πρόσωπα τους ήταν ικανά να μεταφέρουν και σε αυτόν λίγη ευτυχία! Ήταν μια αμφίδρομη σχέση και την είχε ανάγκη για να συνεχίσει να ζει!

Χαμογέλασε πικραμένα με την παραδοχή του εθισμού του κι έσβησε το φως του δωματίου.

Κρυφά άνοιξε το στέρνο του κι έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι με τα κομμάτια της καρδιάς του. Το χάιδεψε με αγάπη και το φίλησε, πριν το αφήσει στο συρτάρι του κομοδίνου. Περίμενε τη στιγμή που όλα θα γίνονταν ένα ξανά... Η ελπίδα τον συντηρούσε! 

Ξάπλωσε κι έκλεισε τα μάτια του... 

Και πάλι αύριο θα ήταν ο παλιάτσος των παιδιών, των μεγάλων που δεν ήθελαν να μεγαλώσουν ποτέ και των τυχαίων θεατών που θα διασκέδαζαν μαζί του.

Με αυτή τη σκέψη αποκοιμήθηκε με ένα πικραμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του...
Ένας παλιάτσος.
Ένας παλιάτσος είμαι εγώ
καλή σας μέρα...