Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Μέγας Ανατολικός # Ανδρέας Εμπειρίκος


Μέγας Ανατολικός # Ανδρέας Εμπειρίκος




ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ # ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1


Όλαι αι προετοιμασίαι είχαν τερματισθεί και ο γίγας τών θαλασσών ανέμενε την ημέραν τού απόπλου που επρόκειτο να λάβη χωράν εντός τού τελευταίου δεκαημέρου τού Μαΐου τού 1867 εκ τού λιμένος τού Λίβερπουλ.

Το μέγα υπερωκεάνειον σκάφος, τού οποίου η ναυπήγησις μόλις προ ολίγων εβδομάδων είχε περατωθεί, και τού οποίου αι δοκιμαί έγιναν επιτυχώς προ δεκαπενθημέρου, ήτο αγκυροβολημένον εις ανοικτόν τι σημείον τού λιμένος, διότι αι διαστάσεις του δεν επέτρεπαν τήν είσοδόν του εις τά ντόκς. Κανέν εκ τών εσωτέρων σημείων τού λιμένος, ακόμη και τό πλέον ευρύχωρον, δεν ήτο δυνατόν να τό δεχθή, και ο θαλάσσιος κολοσσός ανέμενε τήν ώραν της αναχωρήσεως δια τό παρθενικόν ταξίδιόν του μεγαλοπρεπώς απομονωμένος από τά λοιπά συνήθη σκάφη, εν τώ μέσω τών οποίων εξεχώριζε, όσον αι κορδιλιέραι τών Άνδεων από τάς αλλάς οροσειράς τής οικουμένης.

Ήδη η 21η Μαΐου είχε φθάσει και τήν επομένην επρόκειτο να λάβη χωράν ο απόπλους. Τό υπερωκεάνειον είχε σημαιοστολισθεί και αναρίθμητοι λέμβοι, άκατοι και φορτηγίδες μετέφεραν καθ' όλην τήν διάρκειαν τής ημέρας τά τελευταία εφόδια και τούς τελευταίους επισκέπτας, οίτινες, πλησιάζοντες είτε εκ τής τεραστίας καθέτου πρώρας, είτε εκ τής πελωρίας καμπύλης πρύμνης, απεθαύμαζαν τόν όγκον, τό ύψος και τό ατελεύτητον μήκος τού ποντοπόρου Λεβιάθαν, και εδιάβαζαν κεχηνότες και με άνω εστραμμένα τά βλέμματά των, ωσάν να παρετήρουν κορυφήν εγγύς κειμένου κατακόρυφου ορούς, τό επί των χαλυβδίνων ελασμάτων αναγραφόμενον όνομα τού πλοίου: « Μέγας Ανατολικός ».

Επρόκειτο αληθώς περί απιστεύτου κολοσσού. Τό εκτόπισμά του ήτο άνω των 25. 000 τόννων. Τό μήκος του υπερέβαινε τούς 690 πόδας, τό πλάτος του τους 80, τό βάθος του ήτο 58 ποδών, τό δε μέσον βύθισμά του έφθανε τούς 20 πόδας. Και τό μεγαλύτερον εκ τών υπαρχόντων άλλων ανά τήν υφήλιον υπερωκεανείων, θα εφαίνετο νάνος παραβαλλόμενον προς τόν θαλάσσιον αυτόν γίγαντα.

Καίτοι η ώρα ήτο προκεχωρημένη και ο ήλιος δεν απείχε πολύ από τήν δύσιν, ωρισμένοι εργάται και ναύται εχειρίζοντο ακόμη τά βαρούλκα, ενώ άλλοι μετέφεραν επί τών ώμων των δέματα παντοειδή εις τά καταστρώματα και τά υποφράγματα. Ένας νεαρός ανθυποπλοίαρχος με βραχείαν καπνοσύριγγα εις τό στόμα, ακουμβών επί τής κουπαστής τής γέφυρας, εθώπευε τό ξανθόν υπογένειόν του, ενώ, από καιρού εις καιρόν, εξήρχοντο από τά χείλη του γαλανόφαιαι τολύπαι καπνού αρωματώδους. Και ενώ ερρέμβαζε ο αξιωματικός, τό βλέμμα του επλανάτο, οτέ μεν επί τών κλιτύων επί τών οποίων είναι εκτισμένη η μεγάλη πόλις τού Λίβερπουλ, οτέ δε επί τού ήρεμα διερχομένου προ αυτής πόταμου Μέρσεϋ, ως και επί τών δεξαμενών τού περιφήμου λιμένος, εντός τών οποίων ευρίσκοντο πολλά και ποικίλα πλοία, εκ τών οποίων και τά μεγαλύτερα ακόμη, ήσαν τουλάχιστον δέκα φοράς μικρότερα από τόν « Μέγαν Ανατολικόν », τόν σχεδόν απίστευτον αυτόν τιτάνα.

Αι σκέψεις τού νεαρού αξιωματικού ήσαν προφανώς σκέψεις ηδυπαθείς, διότι, ενώ ερρέμβαζε, η περισκελίς του εξωγκώθη αποτόμως εις τό σημείον που εκάλυπτε τό πέος του, και ήρχισε να πάλλεται υπό τήν πίεσιν τού ορθωθέντος κάτω από τό ύφασμα γεννητικού οργάνου του. Ο νεαρός αξιωματικός έθεσε την αριστεράν του χείρα εις τόν θύλακα τής περισκελίδος και ψαύων τήν εν στύσει δονουμένην ψωλήν του, εψιθύρισε περιπαθώς τό όνομα τις οίδε ποίας ποθητής ή αγαπημένης γυναικός ή κόρης και εξηκολούθησε τόν ρεμβασμόν του.

Την ιδίαν ώραν, ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένον εις τήν προκυμαίαν, εθαύμαζε τό τεράστιον σιδηρούν κήτος. Μεταξύ τών θεατών εν ζεύγος που ωμοίαζε με ζεύγος νεαρών εραστών, ή μεμνηστευμένων μελλονύμφων, ίστατο και παρετήρει. Πλησίον τού ζεύγους ίστατο και μία παιδαγωγός με ελληνικήν κατατομήν, έχουσα εις τό πλευρόν της μίαν χαρίεσσαν ξανθήν έως 13 ετών. Όπισθεν τής μικράς, ένας μεσήλιξ ναυτικός με μακράς και πυκνάς παραγναθίδας, προσποιούμενος ότι τόν σπρώχνουν οι συνωθούμεναι πέριξ αυτού θεαταί, επίεζε τό εξωγκωμένον πέος του επί τών γλουτών τής κορασίδος.

« Πόσες μέρες θα κάνουμε, για να φθάσουμε στην Αμερική, δεσποινίς Μαρία;»  ηρώτησε ελληνιστί και με δροσεράν φωνήν η ανύποπτος κόρη.

« Νομίζω οκτώ ή εννέα » απήντησε εις τήν ιδίαν γλώσσαν η παιδαγωγός. «Γιατί με ρωτάς, Ειρήνη; »

« Διότι αυτό τό βαπόρι είναι τόσο ωραίο που δεν θα ήθελα να φθάσουμε πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη. »

« Μα δεν βιάζεσαι να συνάντησης τόν πατέρα σου, που λείπει τρία χρόνια τώρα στην Αμερική; »

« Ω, ναι, δεσποινίς Μαρία, θέλω πολύ να τόν συναντήσω, θέλω πολύ να τον χαρώ, άλλα θα ήθελα, αν ήτο δυνατόν, να τόν συναντούσα σε αυτό τό ωραίο βαπόρι, για να ταξιδεύαμε μαζύ δύο ή τρείς μήνες » απήντησε η παιδίσκη εν εξάρσει.

Ο μεσήλιξ ναυτικός, ατενίζων και αυτός τό μέγα σκάφος και προσποιούμενος ότι τό πλοίον απορροφούσε όλην τήν προσοχήν του, εξηκολούθει να πιέζη το εν πλήρει στύσει πέος του επί τών γλουτών τής παιδός. Παρ' όλην όμως την έντονον προσήλωσιν τού βλέμματός του επί τού θαλασσίου κολοσσού, το πρόσωπον και —αν επρόσεχε κανείς— η όλη στάσις του εξέφραζαν εξαιρετικήν λαγνείαν. Τά χείλη του ήσαν ανοικτά, οι οφθαλμοί του έλαμπαν, οι ρώθωνές του επάλλοντο, τά γόνατά του ήσαν ελαφρώς κεκαμμένα, ενώ το κάτω μέρος τής κοιλίας του και τό άνω μέρος τών μηρών του μετεκινούντο εις σχεδόν αόρατους, ένεκα τού συνωστισμού, άλλα σταθεράς κινήσεις ηδυπαθούς προστριβής, δια τών οποίων περιφέρων και τρίβων τήν ψωλήν του, οτέ μεν επί τής μιας, οτέ δε επί τής άλλης σφαιρικής παρειάς τού νεαρού κώλου, απελάμβανε ο ναυτικός τούς σφριγηλούς γλουτούς τής ξανθής κορασίδος, εις κινήσεις τών οποίων τήν φύσιν και τήν σημασίαν οι πέριξ ιστάμενοι θεαταί θα ηδύναντο ευκόλως να εννοήσουν, εάν τό μέγα υπερωκεάνειον δεν απετέλει, κατά τήν ώραν εκείνην, ισχυρότατον και ακατανίκητον μαγνήτην, όστις, κυριολεκτικώς, ηχμαλώτιζε τήν προσοχήν και τά εκστατικά βλέμματα της ενθουσιώσης κοσμοσυρροής. Ο φιλήδονος ναυτικός ενθαρρυνόμενος από το γεγονός ότι δεν είχε γίνει αντιληπτός, και αποδίδων τήν έλλειψιν πάσης διαμαρτυρίας εκ μέρους τής κόρης, όχι μόνον εις τήν έξαρσίν της, άλλα και εις τήν πλήρη αθωότητά της, αφού περιήγαγε τήν ψωλήν του επί ολοκλήρου της ελαστικής επιφανείας τών γλουτών της, ήδη προσεπάθει να τοποθέτηση τον ογκώδη ερωτικόν σωλήνα του εις τήν μεταξύ τών δύο αρμονικών ημισφαιρίων τού νεαρού κώλου βαθείαν σχισμήν, ώστε, τρίβων και πιέζων τήν ψωλήν του εκεί, να εκσπερματίση εντός τής περισκελίδος του, επωφελούμενος της εξάρσεως και τής αθωότητος τού κορασίου.









(Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι το εκτενέστερο νεοελληνικό μυθιστόρημα, οκτώ τόμοι, 2.104 σελίδες, και χωρίς αμφιβολία συνιστά ένα από τα εντυπωσιακότερα και εν ταυτώ τολμηρότερα κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αποτελεί το έργο ζωής τού Εμπειρίκου, καθώς ή συγγραφή του αρχίζει το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από πολλές ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1990. Εκδόσεις Άγρα, 2006.)












ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Δεν είναι, πιστεύουμε, καθόλου υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι κανένα έργο της νεότερης λογοτεχνίας μας δεν έχει κεντρίσει την περιέργεια τόσων ανθρώπων και δεν έχει προκαλέσει τόσα ερωτήματα όπως το ανέκδοτο Μυθιστόρημα ο Μέγας Ανατολικός(ΜΑ), το ηδονικό και ώριμο Magnum Opus του Ανδρέα Εμπειρίκου. Φήμες για το μέγεθός του, για το περιεχόμενό του και για την ακόλαστη ελευθεροστομία του κυκλοφορούν εδώ και 40 χρόνια, καθώς ο ποιητής συνήθιζε, όπως γνωρίζουμε, να προβαίνει σε αποσπασματικές αναγνώσεις ορισμένων κεφαλαίων του Μεγάλου Ανατολικού σε κλειστό κύκλο φίλων και γνωστών. Για τους πολλούς όμως ο Μέγας Ανατολικός παρέμεινε, έως σήμερα, ερμητικός, άγνωστος και συνάμα διαβόητος, με ολοένα αυξανόμενη φήμη και ανάλογο μυστήριο.

Ο ίδιος ο Εμπειρίκος υπήρξε ιδιαίτερος προσεκτικός στις δηλώσεις του για το Μεγάλο Ανατολικό και αρκετά απρόθυμος να δώσει στη δημοσιότητα κάποιο τμήμα του έργου, ή να προβεί στην έκδοσή του. Άλλωστε η εκδοτική δραστηριότητα του ποιητή υπήρξε πάντοτε περιορισμένη και διστακτική, αντίθετα με την πληθωρική παραγωγή του, και γνωρίζουμε με πόση καθυστέρηση κάθε φορά εξέδιδε τα έργα του. Τη φρόνιμη αυτή στάση του Εμπειρίκου (χωρίς αμφιβολία καθόρισε και η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα και «ηθική»), επιβεβαιώνει πανηγυρικά τόσο ο «απαγορευμένος» Μέγας Ανατολικός όσο και κάποια άλλα έργα του, που εξακολουθούν να παραμένουν ανέκδοτα. Τούτο φαίνεται καθαρότατα επίσης και από τη μοναδική, εξ όσων γνωρίζουμε, δημόσια αναφορά του συγγραφέα στο Μυθιστόρημα σε μια συνέντευξη που παραχωρεί το Μάρτιο του 1967. «Πολλά κείμενά μου», λέει, «δεν έχουν εκδοθεί. Λόγο ελευθεροστομίας. Ενοχλούνται τα καλώς κείμενα ώτα. Το μυθιστόρημά μου Ο Μέγας Ανατολικός, έχει για θέμα το παρθενικόν ταξείδιον του υπερωκεανίου Ανατολικός από την Αγγλίαν εις την Αμερικήν. Εκτός από τους ήρωας, ο ίδιος ο Ανατολικός είναι πρόσωπον του έργου συμβολικώς. Το έγραψα από το 1945 έως το 1951».

Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία αναφορά του ίδιου του Εμπειρίκου στο Μεγάλο Ανατολικό, δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά το πέρας της συγγραφής του. Λακωνικός αλλά μεστός στο λόγο του ο συγγραφέας μας κοινολογεί το θέμα του βιβλίου του, μας παρουσιάζει έναν τουλάχιστον από τους «ήρωας» του, δηλώνει πόσο χρόνο διήρκεσε η συγγραφή του και υπαινίσσεται την ελευθερόστομη φύση του. Όλα δείχνουν ότι ο συγγραφέας αναφέρεται σε έργο οριστικά τελειωμένο, που περιμένει τον κατάλληλο καιρό για να εκδοθεί. Και όμως, καθώς σήμερα μπορούμε να γνωρίζουμε, ακριβώς την εποχή που δίδει τη συνέντευξή του, ο Εμπειρίκος εξακολουθεί να ασχολείται καθημερινά με τον Μεγάλο Ανατολικό στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει και να βελτιώσει το τεράστιο κείμενο.

Αυτή η απροθυμία του Εμπειρίκου να μιλήσει αναλυτικά για τον Μεγάλο Ανατολικό φαίνεται επαρκώς δικαιολογημένη σήμερα καθώς μπορούμε να διαβάσουμε (με τη γνώση πλέον του όλου μυθιστορήματος) το ένα και μοναδικό δείγμα γραφής του ΜΑ που έχει δει το φως της δημοσιότητας. Αναφερόμαστε σε ορισμένα αποσπάσματα του ΜΑ που δημοσιεύονται στο περιοδικό Πάλι (6 [Δεκ. 1966], σελ. 15-21 = Πάλι, Ανάτυπο έξι τευχών, σελ. 449-455). Το δημοσιευμένο αυτό κείμενο έχει τον τίτλο «Ανδρέας Εμπειρίκος – Εικόνες από το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός», με την παρενθετική ένδειξη «αποσπάσματα εκ του 52ουκεφαλαίου». Αλλεπάλληλες σειρές αποσιωπητικών εύγλωττα δηλώνουν την όντως αποσπασματικότητα του κειμένου ενώ συγχρόνως υποδηλώνουν ότι τα αποσιωπούμενα είναι πιθανώς πιο ενδιαφέροντα από τα λεγόμενα. Ελάχιστοι είναι οι χαρακτήρες του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος που αναφέρονται στο απόσπασμα (Χίραμ Ουάιτ, Έθελ, Βεατρίκη) και μόνο ένας από αυτούς εμφανίζεται: ο Έλλην ποιητής Ανδρέας Σπερχής, που εύκολα μαντεύουμε ποιος κρύβεται κάτω από το γεμάτο σημασία όνομά του – «ο συγγραφέας κάτω από ένα αδιαφανέστατο ψευδώνυμο».

Η γλώσσα, το ύφος καθώς και ορισμένα θέματα που συναντούμε στο απόσπασμα μας είναι οικεία από προηγούμενα δημοσιευμένα έργα του ποιητή, κυρίως από τα Γραπτά (οριστική και πλήρης έκδοση 1960) και από την Αργώ ή Πλους Αεροστάτου, που δημοσιεύεται σε συνέχειες (αλλά όχι πλήρης) στο Πάλι 1, 2-3. 4. 1964-1965. Όμως αυτά καθ’ αυτά τα αποσπάσματα ελάχιστα μας διαφωτίζουν για το περιεχόμενα του έργου –θα λέγαμε μάλιστα ότι μας παραπλανούν- αφού, λογοκριμένα όπως είναι, δεν μας επιτρέπουν να φανταστούμε το απερίγραπτα ηδονικό σύνολο που εκπροσωπούν. Ούτε όμως μας βοηθούν να αντληθούμε το μέγεθος του ΜΑ, παρά το γεγονός ότι η αναφορά του 52ου κεφαλαίου είναι μια ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα εκτεταμένο κείμενο. Αυτό τελικά που αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα του ΜΑ είναι ότι ο ποιητής προτίμησε να αυτολογοκριθεί παρά να διακινδυνεύσει να παρεξηγηθεί από «τα καλώς κείμενα ώτα». Εξ ου και γενικότερη απροθυμία του για άλλες αποσπασματικές δημοσιεύσεις.

Αυτές είναι όλες κι όλες οι πληροφορίες που ο ίδιος ο Εμπειρίκος μας έδωσε όσο ζούσε για το ΜΑ: μια λακωνική αναφορά στο μυθιστόρημα και ελάχιστα «ανεπαρκή» αποσπάσματα. Όμως τρία χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, το 1978, ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας από εκείνους που είχαν την τύχη, όπως γράφει, να ακούσουν αποσπάσματα «από την ιδιάζουσα θερμή, παλλόμενη φωνή» του ποιητή, στο μικρό αλλά σημαντικότατο κείμενό του Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο κάνει επανειλημμένως λόγο για τον ΜΑ. Συγκεκριμένα μας δίδει αρκετές πληροφορίες για το μέγεθος και το θέμα του ΜΑ καθώς καταρτίζει ένα σύντομο αλλά κατατοπιστικό «πίνακα περιεχομένων» και εντάσσει πολύ ορθά το μέγα και αδημοσίευτο εισέτι Μυθιστόρημα στην όλη πεζογραφική δημιουργία του ποιητή. Το κυριότερο προβαίνει σε σύντομες αλλά καίριες κρίσεις για το μυθιστόρημα, αξιολογεί τη λογοτεχνική του αξία και ερμηνεύει την ηθική του προλαβαίνοντας έτσι όλες τις αντιδράσεις που ενδεχομένως θα προκαλούσε η δημοσίευσή του.

Αφήνοντας προς ώρας τις κρίσεις του Ελύτη, ας δούμε τις τόσο ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικότατες πληροφορίες του σχετικά με το ΜΑ. «Δεν έχω» γράφει, «συγκρατήσει –πιθανόν και να μην έτυχε ποτέ- τη Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης. Αντίθετα, ζωηρά επανέρχονται στο νου μου σκηνές του Μεγάλου Ανατολικού που είχα την ευκαιρία ν’ ακούσω περίπου κατά το ήμισυ (το σύνολο απ’ όσο ξέρω δεν το γνωρίζει κανείς) ανάμεσα στο 1952 και στο 1960. Εδώ η πρόθεση του ψυχαναλυτή και υπερρεαλιστή συνάμα είναι απροσχημάτιστα δεδομένη. Ο ιστορικά εξακριβωμένος πλους του πρώτου υπερωκεανίου που συνέδεσε τη Μεγάλη Βρετανία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, του “Grant Eastern”, γίνεται η αφορμή για να δημιουργήσει μια κινούμενη μονάδα-νησίδα όπου, τους περιορισμούς της πιθανοφάνειας, θα συσσωρεύσει όλες τις παραλλαγές και τις εκφάνσεις της σαρκικής ομιλίας από την ονείρωξη και τον αυνανισμό αρχινώντας, ως την επιδειξιομανία, τον ηδονοβλεπτισμό, τον λεσβιασμό, την παιδεραστία, την αιμομιξία, τον φετιχισμό, τον σαδισμό, τον μαζοχισμό, την κοπροφαγία και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου αποβλέποντας στην ικανοποίηση του ερωτικού του ενστίκτου».

«Δεν θα είχε κανένα νόημα». Συνεχίζει ο Ελύτης, «να επιχειρήσω την, από μνήμης, ανάπλαση μιας οποιασδήποτε από της σκηνές ερωτικού περιεχομένου που συμβαίνουν μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό της ακολασίας (αν και κάποτε η εφευρετικότητά τους, αυτή καθαυτή, θα ‘ταν αρκετή να εξάψει το ενδιαφέρον), εφ’ όσον η γοητεία όλη, όπως καταλαβαίνει ο καθένας, έγκειται στο προσωπικό ύφος και στον ιδιάζοντα χειρισμό του θέματος. Εξάλλου η αποσιώπηση των πιο τολμηρών εκφράσεων θα μας οδηγούσε μοιραία σε μια πλήρη αποδυνάμωση της ίδιας της ουσίας του έργου.

»Σωστή πανσπερμία φυλών και εθνοτήτων ταξιδεύει με αντιπροσωπευμένα όλα τα στρώματα της κοινωνίας επάνω στο πρώτο αυτό υπερωκεάνιο. Κόμισσες που τις ακολουθούν στρατιές υπηρετών, παιδίσκες με γκουβερνάντες, ανώτατοι αξιωματικοί, γερουσιαστές, τυχοδιώκτισσες, χορεύτριες (ένας ολόκληρος θίασος), υπνωτιστές, βιρτουόζοι του βιολιού, πυγμάχοι, νέγροι, σεΐχηδες, ως και ο Ιούλιος Βερν που, αν δεν κάνω λάθος, εμφανίζεται κοντά στ’ άλλα και σαν συλλέκτης γραμματοσήμων!»
Αυτά ως προς την «περίληψη» του περιεχομένου του μισού έργου, που μας δίδει ο Ελύτης, στηριζόμενος απλώς στη μνήμη του. Ερεθιστικές πληροφορίες, που ωστόσο, όπως σωστά παραδέχεται και ο ίδιος, δεν έχουν τελικά νόημα, αφού «η γοητεία όλη έγκειται […] στο προσωπικό ύφος και στον ιδιάζοντα χειρισμό του θέματος». Όμως δεν παύουν οι πληροφορίες αυτές για το περιεχόμενο του έργου να είναι οι εγκυρότερες που διαθέτουμε ως σήμερα. Και τούτο είναι πολύ σημαντικό. […]

Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα ως σήμερα που οι οικείοι και κληρονόμοι του νεκρού ποιητή, η γυναίκα του η Κυρία Βιβίκα Εμπειρίκου, και ο γιος του, ο κύριος Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος, απεφάσισαν, ύστερα από χρόνιες σκέψεις και δικαιολογημένους δισταγμούς, ότι πρέπει επιτέλους να εκδοθεί το ωκεάνιο αυτό μυθιστόρημα. Αυτή τελικά η γενναία απόφαση είναι που μετρά, ότι οΜΑ βλέπει το φως της δημοσιότητας και παίρνει οριστικά και αμετάκλητα τη αρμόζουσα θέση του μάσε στη νεοελληνική λογοτεχνία, μια θέση κυριολεκτικά μοναδική. Το μυθιστόρημα του ΜΑ, το ναυπηγημένο «με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη, όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης παρέμεινε χρόνια αγκυροβολημένο, με τις μηχανές του έως ότου έλθει ο καιρός για το ταξίδι του. Ελπίζουμε πως σήμερα επέστη ο χρόνος. Αλλά και αν αποδειχτεί ότι και οι σημερινοί καιροί είναι αντίδρομοι ή απαγορευτικοί, ο ίδιος ο Μέγας Ανατολικός έχει τις δικές του ηθικές δυνάμεις και τις μοναδικές του λογοτεχνικές αρετές για το επικίνδυνο ταξίδι του. Άλλωστε ανάλογα φαίνεται να έκανε και το ίδιο το υπερωκεάνιο «GreatEastern», του οποίου το παρθενικό ταξίδι περιγράφει ο Μέγας Ανατολικός, ή το άλλο εκείνο υπερωκεάνιο στις «Στροφές Στροφάλων» που υμνολογεί ο ποιητής (από την Ενδοχώρα, Άγρα 1997).

 […] Η έκδοση του Μεγάλου Ανατολικού υπήρξε, όπως άλλωστε αναμενόταν, ένα μείζων γεγονός στα γράμματά μας, ασχέτως των αντιδράσεων ή των κρίσεων που ακολούθησαν. Η πρώτη εμφάνιση του ΜΑ τα Χριστούγεννα του 1990 όπως συνέβη και με την πρωτοποριακή Υψικάμινο τον Μάρτιο του 1935, προκάλεσε χωρίς αμφιβολία, πολλές, ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Οι αρχικοί τόμοι εξαντλήθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και επί πολλούς μήνες το Μυθιστόρημα ήταν πρώτο σε πωλήσεις στα περισσότερα βιβλιοπωλεία. Όμως πράγμα αρκετά σημαντικό, η έκδοση του ΜΑ δεν θεωρήθηκε απλώς ένα λογοτεχνικό γεγονός. Ο τύπος (ημερήσιος και περιοδικός, εντόπιος και διεθνής), η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ασχολήθηκαν εκτενώς και επανειλημμένως με το Μυθιστόρημα και τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Έτσι ο ΜΑ ενέπνευσε γελοιογράφους, έγινε ένα είδος τυχερού παιγνίου (!), δημιούργησε ένα σωρό ανέκδοτα, συσχετίστηκε με τα πολιτικά πράγματα και φυσικά εδίχασε κριτικούς και αναγνωστικό κοινό.

Ξεκινώντας από τη «σοβαρή» κριτική (που ασκήθηκε κυρίως πάνω στους δύο πρώτους τόμους) μπορούμε να δούμε τρείς κατευθύνσεις: τη θετική αποδοχή, που υποστηρίχτηκε από αρκετούς, την απορριπτική στάση (που υπήρξε και η στάση των περισσοτέρων, αλλά για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά) και η στάση της αμηχανίας. Όλες αυτές οι αντιδράσεις υπήρξαν αναμενόμενες και θεμιτές, με τα υπέρ και τα κατά τους. Όπως θεμιτή κρίνεται επίσης η άποψη ενός γέροντα Μοναχού από το Άγιον Όρος, που σε επιστολή του σε δεκαπενθήμερο περιοδικό ζητούσε ούτε λίγο ούτε πολύ τον δια τυφεκισμού θάνατο ορισμένων ατόμων που σχετίστηκαν με τον Μεγάλο Ανατολικό, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο επιμελητής. Η είδηση από την επιστολή αυτή δεν είναι η καταδίκη του βιβλίου ή κάποιων ανθρώπων αλλά ότι το βιβλίο διαβάστηκε ή τουλάχιστον συζητήθηκε και από φιλαναγνώστες Μοναχούς.

Έτσι κρίνουμε τις αντιδράσεις αυτές: θεμιτές και κατανοητές, ασχέτως με το βαθμό σοβαρότητάς τους. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για τις αντιδράσεις ορισμένων «κριτικών» ελληνοχριστιανικού τύπου, που σε αμφίβολης ποιότητας περιοδικά «πολιτικών» τάχα «προβληματισμών», επανειλημμένως εζήτησαν να απαγορευτεί το βιβλίο και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι της εκδόσεώς του, μηδέ των οικείων του Εμπειρίκου εξαιρουμένων, Ωστόσο οι γενναίοι αυτοί ενάρετοι «στοχαστές» δεν θέλησαν τελικά να καταφύγουν στον εισαγγελέα οι ίδιοι, ώστε να απαλλάξουν τη χώρα από το «εμπειρίκειο άγος». Μέσα στην ανυπέρβλητη χυδαιότητα της πολιτικής και κοινωνικής αγοράς, οι ευφυείς αυτοί άντρες, με τρόμο αναλογίστηκαν τι θα συμβεί αν μια οκταετής ή δεκαετής παιδίσκη ανέβει στην καρέκλα και πάρει από την κορυφή της βιβλιοθήκης του πατέρα της κάποιο τόμο του Μεγάλου Ανατολικού. Άμποτες! Και τούτο όχι για λόγους που οι ενάρετοι εκείνοι έχουν κατά νου. Αλλά επειδή θα είχαμε μια απόδειξη ότι οι οκταετείς και οι δεκαετείς παιδίσκες μπορούν να συλλαβίσουν ελληνικά. […]

Γιώργος  Γιατρομανωλάκης,  Αθήνα Ιούνιος 1992

απόσπασμα από τα επιλεγόμενα του επιμελητή Γιώργη Γιατρομανωλάκη στον όγδοο και τελευταίο τόμο του Μεγάλου Ανατολικού. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 1994



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου