Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην αποβάθρα, έκλεισε το cd και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί τριγύρω. Ερημιά.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ψιλοβρόχι που έπεφτε πάνω στο παρμπρίζ και το σιγανό σφύριγμα των γυαλοκαθαριστήρων που απομάκρυναν το νερό από πάνω του.
Βγήκε έξω. Τέντωσε τους πονεμένους του μύες, ύστερα από την πολύωρη αδήγηση. Περπάτησε. Τα βήματά του τον οδήγησαν στο αραξοβόλι. Κοιτάξε τις βάρκες, που λικνίζονταν από τον αέρα και τη βροχή. Ψυχή καμιά. Έκανε να γυρίσει μα η ματιά του έπεσε σε ένα φανοστάτη. Είδε μια σκιά. Πλησίασε και την είδε:
Τα ξανθά της μαλλιά ένα τόνο πιο σκούρα από τη βροχή, ανέμιζαν μπερδεμένα μπροστά στο πρόσωπό της. Είχε το βλέμμα της στραμμένο στη θάλασσα. Έμοιαζε σαν μην είχε πάρει είδηση, ότι ήταν εκεί. Μα και αυτός δεν έκανε πιο αισθητή την παρουσία του. Το νοτισμένο από τη βροχή αέρινο φόρεμά της κολλούσε στο κορμί της σαν δεύτερο δέρμα. Τα μάτια της υγρά. Αναρωτήθηκε αν έφταιγε γι’ αυτό το νερό της βροχής ή έκλαιγε.
- Ποια είσαι, τη ρώτησε. Τι κάνεις εδώ;
Αυτή σαν να ξύπνησε από λήθαργο γύρισε προς το μέρος του.
- Είμαι εκεί που βρίσκεται η ψυχή μου. Απαντάει χαμηλόφωνα.
- Σου συμβαίνει κάτι; Τη ρωτά ξανά.
Εκείνη ξάφνου γύρισε απότομα και το έβαλε στα πόδια. Του στάθηκε αδύνατο να την ακολουθήσει, την έχασε!
Μέρες από τότε εξακολουθούσε να την σκέφτεται. Αυτό το όμορφο κορίτσι με τα γκρίζα σαν το συννεφιασμένο ουρανό μάτια και το αισθησιακό κορμί.
Ποια ήταν αναρωτιόταν.
Ο δρόμος του τον έφερε ξανά μετά από μια εβδομάδα στο ίδιο μέρος. Ασυνείδητα ήξερε πως γύρευε εκείνη.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο ξανά στην αποβάθρα. Έκλεισε το cd και κοίταξε τριγύρω. Ερημιά. Φόρεσε τα γυαλιά του ηλίου και βγήκε έξω να αντιμετωπίσει το ζεστό χάδι του ήλιου. Πήγε εκεί που την είχε συναντήσει, έριξε γύρω το βλέμμα του, ελπίζοντας ενδόμυχα να την έβλεπε ξανά. Τίποτα.
Έκανε να φύγει. Απρόσμενα άκουσε ένα κελαρυστό γέλιο αριστερά του.
Ήταν εκείνη! Λουσμένη στο φως και έπαιζε στα γαλήνια κύματα της θάλασσας σαν μικρό παιδί.. Βουτούσε μέσα στο νερό και ύστερα αναδυόταν σαν τη θεά Αφροδίτη.
- Ε! φώναξε. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του με μάτια που έλαμπαν σαν χρυσάφι και με ένα πονηρό χαμόγελο απάντησε:
- Θα μπεις και εσύ;
- Ποια είσαι? την ρώτησε για άλλη μια φορά. Τι κάνεις εδώ ολομόναχη, είσαι εντάξει;
- Είμαι εκεί που βρίσκεται η ψυχή μου. Είμαι μια χαρά, μην νοιάζεσαι για μένα. Είμαι ένας θηλυκός χαμαιλέων.
Χωρίς δισταγμό την ακολούθησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου