ΣΆΒΒΑΤΟ, 29 ΜΑΪ́ΟΥ 20
Τάσος Λειβαδίτης, Η πιο βαθιά, η πιο μεγάλη ερωτική πράξη
(επικεφαλής στροφή) Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα που θα νοιώσει με πόνο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να κλάψει στα πόδια της.
ΜΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ Η ΑΝΟΙΞΗ από την Καντάτα του Τάσου Λειβαδίτη
Εισαγωγή:
Πες μου, α, πες μου, λοιπόν,
πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών,
σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα,
ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα,
μακρόσυρτα σούρουπα
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά
σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές
απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο...
Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη,
πέρα κει κάτου, κει κάτου μακριά
τους βραδινούς ορίζοντες
ΠΟΙΗΤΗΣ: (λίγο πριν απ’ τη σύλληψη)
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάσαμε τελευταία στις εφημερίδες-
ένας άνδρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει,
και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δοσ’ του χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές – ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, λέει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνιά και χάθηκε καταντροπιασμένος. Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα που θα νοιώσει με πόνο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να κλάψει στα πόδια της.
(Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι. Γι’ αυτό γύμνωσε την επιθυμία ως το κόκκαλο ανάσκελα να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων κι ΗΔΟΝΙΚΑ ΜΥΡΩΔΙΚΑ κάθε λογής)
θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα που θα νοιώσει με πόνο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να κλάψει στα πόδια της.
ΜΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ Η ΑΝΟΙΞΗ από την Καντάτα του Τάσου Λειβαδίτη
Εισαγωγή:
Πες μου, α, πες μου, λοιπόν,
πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών,
σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα,
ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα,
μακρόσυρτα σούρουπα
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά
σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές
απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο...
Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη,
πέρα κει κάτου, κει κάτου μακριά
τους βραδινούς ορίζοντες
ΠΟΙΗΤΗΣ: (λίγο πριν απ’ τη σύλληψη)
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάσαμε τελευταία στις εφημερίδες-
ένας άνδρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει,
και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δοσ’ του χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές – ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, λέει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνιά και χάθηκε καταντροπιασμένος. Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα που θα νοιώσει με πόνο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να κλάψει στα πόδια της.
(Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι. Γι’ αυτό γύμνωσε την επιθυμία ως το κόκκαλο ανάσκελα να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων κι ΗΔΟΝΙΚΑ ΜΥΡΩΔΙΚΑ κάθε λογής)
Σύνδεσμοι σε αυτήν την α