Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Το ψωνιστήρι…


Το ψωνιστήρι…




Το ψωνιστήρι…

Καθώς επέστρεφα, από της κατανάλωσης το ναό, που τελειώνει σε …όπουλος, έγινα μάρτυρας δραματικών φαινομένων.
Στη θέση του συνοδηγού, αναπαυότανε εκείνη, η μια, η μοναδική, η απαλή και λευκή σαν το γάλα σακούλα του σούπερ μάρκετ.
Ήταν γεμάτη και πάνω της αναγραφόταν η φίρμα του …όπουλου, αχ πόσο γεμάτη και πόσο δίπλα μου.
Κρατούσε μέσα της, σαν της Πανδώρας το κουτί, τις επιθυμίες και τους πόθους μου, εφήμερους και ωραίους.
Σχεδόν χαιρόμουν που είχα κολλήσει στην κίνηση, αυτό μου έδινε χρόνο να την κοιτάζω, μπορεί να μην είχε καμπύλες, όμως είχε τις πιο υπέροχες τσακίσεις του σύμπαντος, τόσο αναρχικές και άστατες που την έκαναν να μοιάζει σαν ένα τεράστιο ακατέργαστο διαμάντι.
Ω μούσα του καταναλωτισμού… άοσμη και αγνή
Και ω θεοί, το πλάσμα το νεκρό αυτό το αθάνατο, σαν να ανταποκρινόταν στις ματιές μου, ως ήταν φανερό που πρόδιδαν τις σκέψεις μου. Με πρόφαση ένα απαλό αεράκι, περαστικό από παράθυρο σε παράθυρο, άρχισε να τσαρχαλίζει* αισθησιακά.
Και εγώ, ο μωρός, κοκκίνισα, πιστεύοντας πως το κάνε για μένα ετούτο εδω το λίκνισμα στο πλαστικό της σώμα, δεν άργησε όμως να με βρει η πιο πικρή αλήθεια.
Απέξω την ζαχάρωνε, δίπλα σε ένα κάδο, μια βρώμικη, χιλιότρυπη, μαυρόψυχη, τεράστια σκουπιδοσακούλα, του δρόμου θα έλεγε κανείς απομεινάρι, χωρίς ανατροφή και τρόπους.
Προδότρα, εγώ σε γέμισα, προδότρα εγώ σε βρήκα, εγώ και σε ερωτεύτηκα και εσύ για μια του δρόμου μονάχο θα με αφήσεις; Με δάκρυα έκλεισα το τζάμι, φωνάζοντας, “αφού δεν σε έχω εγώ, να μην σε έχει κανένας”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου