Θυμάμαι ακόμα τον ήχο του κλήματος από τις φωτιές που έκαιγαν μόλις βράδιαζε στα σταυροδρόμια του χωριού μου, τις σπίθες που πετιόντουσαν παντού. Τις φωνές και τα γέλια όλων μας. Μικρά παιδιά κι είχαμε την έννοια να γυρίζουμε τα σπίτια των νοικοκυραίων και να τους ζητάμε τα μαγιάτικα ξεραμένα πια στεφάνια ή κοφίνια και παλιά καλάθια για να τα ρίξουμε στη φωτιά, να γίνει πιο μεγάλη, να φουντώσει να φτάσει η δύναμή της όσο πιο ψηλά γινόταν. Κι ύστερα παίρναμε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο να πηδήσουμε τρεις φορές , να ξορκιστεί το κακό , να χουμε υγεία, να ναι καλή η χρονιά που ζούσαμε ίσαμε τον επόμενο Ιούνη ... Κι ύστερα μαζευόμασταν στην αυλή της κυρίας Ειρήνης και με μαντινάδες , με γέλια και με πολλά πειράγματα ξεκινούσε η διαδικασία του Κλήδονα με το αμίλητο νερό του. Δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι γινόταν μας άρεσε όμως που ήταν μαζεμένοι τόσο πολλοί άνθρωποι εκεί ... Ιεροτελεστία μεγάλη κι όλοι πείραζαν τα άλλα κορίτσια που είχαν πάρει μέρος σ αυτό το « δρώμενο» έτσι ώστε να τα κάνουν να μιλήσουν ή να γελάσουν ... Και μύριζε η αυλή ρίγανη και θυμάρι και ένα σωρό αλλά αρωματικά φυτά. Την επόμενη μέρα έπρεπε να τα μαζέψουμε όλα να τα αποξηράνουμε για τον χειμώνα γιατί εκτός από του Αι Γιαννιού του Φανιστή και Ριζικάρη εμείς τον φωνάζαμε και Ριγανά για αυτόν ακριβώς το λόγο. ... Μικρά παιδιά εμείς, κι όλο αυτό είχε κάτι μαγικό .Πιστεύαμε στ αλήθεια πως από τα σημάδια του Κλήδονα που διάβαζαν μέσα στο νερό οι κοπελιές θα συναντούσαν τον νέο που αγαπούσαν , που ήθελε η ψυχή τους και την επόμενη βραδιά θα φανερωνόταν και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε να πάρουμε μέρος κι εμέις
23 του Ιουνίου ...
Μέρα χαράς γλεντιού, πειρακτικών μαντινάδων, σατυρικών τραγουδιών. Μέρα άρρηκτα δεμένη με το πιο παλιό έθιμο που θυμόμαστε, αυτό της μεταφοράς του αμίλητου νερού για τον Κλήδονα, γιορτή των αρχαίων προγόνων μας που έχει τις ρίζες της στα Διονύσια εν αγροίς. Αρχή τρίμερων εκδηλώσεων που θέλει τον πιο « σκληρό » μήνα του καλοκαιριού για τον αγρότη λόγω συγκομιδής και αλωνίσματος των σιτηρών, να διαψεύδει το γνωμικό : « Πρωτόλη μήνα δουλευτή δίχως χαρές και γέλια ». Σαν αυτή τελείωνε η σκληρή εργασία άρχιζαν την προετοιμασία για τις μεγάλες τελετουργίες με πρώτη πρώτη τις φωτιές του Αϊ Γιαννιού.
Έθιμο που συναντάται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και με την γέννηση του Ιωάννου του Βαπτιστή . Όπως ήδη γνωρίζουμε από τα κείμενα της εκκλησίας ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ μέχρι τα βαθιά τους γεράματα δεν είχαν παιδιά και με εντολή Κυρίου απέκτησαν τον Ιωάννη. Το απίστευτο αυτό γεγονός ανακοινώθηκε με τα μέσα εκείνης της εποχής ( Φρυκτωρίες) σε όλη την Παλαιστίνη.
Φρυκτωρίες ήταν οι φωτιές που άναβαν από κορυφή σε κορυφή βουνού για τη μετάδοση σημαντικών γεγονότων, όπως αυτό της γέννησης . Από αυτό το γεγονός καθιερώθηκαν οι φωτιές του Αι Γιαννιού καίγοντας στεφάνια και ανθοδέσμες της Πρωτομαγιάς που κοσμούσαν τα μπαλκόνια και τις εισόδους των σπιτιών μέχρι την παραμονή της γιορτής του Αγίου.
Άλλος πάλι θρύλος λέει πως κάποτε μια κοπέλα ξεκίνησε με τη στάμνα της ανήμερα του Αι Γιαννιού λίγο πριν τα μεσάνυχτα να πάει στη βρύση για να φέρει το αμίλητο νερό. Στο γυρισμό της όμως, ξαφνικά την περικύκλωσαν πειρασμοί , για να την τρομάξουν, να την κάνουν να μιλήσει και να χάσει το νερό τη δύναμή του.
-Μίλα γιατί σε σκοτώνουμε! της φώναξαν
Η κοπέλα όμως δεν έβγαλε μηλιά, αλλά από μέσα της παρακάλεσε τον άγιο να τη βοηθήσει. Αμέσως ο Άγιος μαρμάρωσε τους πειρασμούς κι έτσι η κοπέλα τράβηξε τον δρόμο της. Σαν έφτασε στο σπίτι της, έβαλε τα σημάδια στη στάμνα , τη σφράγισε και την άφησε στα κεραμίδια για να κατέβουν οι νεράιδες τη νύχτα ν αγιάσουν το νερό. Την άλλη μέρα μίλησε κι είπε τι έγινε σ΄όλους. Έκαναν το σταυρό τους με το θαύμα του αγίου κι είπαν στο κορίτσι να τους πάει να δουν τους μαρμαρωμένους πειρασμούς .Το κορίτσι επειδή δεν εύρισκε το μέρος γιατί ήταν σκοτάδι , άναβε στο δρόμο φωτιές. Στο μεταξύ αυτοί οι πειρασμοί είχαν ζωντανέψει ξανά κι οι χωρικοί μόλις τους είδαν , τρόμαξαν τόσο πολύ, που το έβαλαν στα πόδια. Όπως έτρεχαν στο δρόμο τους συναντούσαν τις φωτιές και τις πηδούσαν για να μην πέσουν μέσα. Κι έμεινε η συνήθεια από τότε την παραμονή της γιορτής του αγίου να πηδούν την φωτιά με γέλια , γλέντια και γιορτές.
Την ίδια μέρα λοιπόν εκτός από τις φωτιές έπρεπε να μεταφερθεί και το αμίλητο νερό μέσα σε μια στάμνα από τρεις ανατολικές βρύσες ή πηγάδια και από τρεις κοπέλες που τα όνομά τους ήταν Μαρία. Το πηγάδι ή η βρύση έπρεπε να ναι πάνω σε σταυροδρόμι γιατί πίστευαν πως εκεί σύχναζαν οι Νεράιδες ή Νηρηίδες που θα μάγευαν το νερό και θα του έδινα την ικανότητα της μαντικής. Η προετοιμασία στην συνέχεια ήταν μεγάλη. Η στάμνα τοποθετούνταν στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού και μέσα σε μια κρομμυδοπλεχτή Σταύρωναν το νερό μέσα σε μια στάμνα και μέσα έβαζαν το ριζικάρι δηλ. ένα φρούτο οι ελεύθεροι, σύμβολο νεότητας, γονιμότητας και καρποφορίας με το μονόγραμμα τους ή κάρφωναν ένα γαρίφαλο για διακριτικό. Οι παντρεμένοι πάλι είχαν έτοιμο ένα προσωπικό τους αντικείμενο δακτυλίδι ή σκουλαρίκι , σύμβολο ευτυχίας και περιουσιακών στοιχείων για να το ρίξουν μέσα. Μαζί έλεγαν και μια μαντινάδα όπως :
Μήλο ΄βαλα στον κλήδονα για να το ριζικάρω,
Κι αν είναι κισιμέτι μου μικιό μου θα σε πάρω
Σκέπαζαν την στάμνα με ένα κόσκινο κι από πάνω τοποθετούσαν ένα κόκκινο πανί διάφανο. Το χρώμα αυτό τραβούσε τις Νεράιδες για να μπορούν να δουν μέσα τα ριζικάρια , να τα μαγέψουν χωρίς όμως να μπορούν να τα πάρουν. Έδεναν το ύφασμα γύρω από το λαιμό της στάμνας με πολύχρωμο κρουσσωτό σχοινί και από πάνω τοποθετούσαν ένα κλειδί. Στη συνέχεια τα αφήναν όλη τη νύχτα να αστρονομιστεί ενώ οι κοπέλες παραφύλαγαν ακοίμιστοι φρουροί για να μην πειράξει κανείς τον κλήδονα.
Κάποιες κοπέλες έπαιρναν και την στάχτη που είχε μείνει από το κάψιμο των Μάηδων , την κοσκίνιζαν πίσω από μια ανατολική πόρτα και το πρωί πίστευαν πως πάνω στην κοσκινισμένη σκόνη έβρισκαν γράμματα και εργαλεία σχετικά με το όνομα και το επάγγελμα του μέλλοντος συζύγου τους.
Την επόμενη μέρα 24 Ιουνίου πια, ο κλήδονας τοποθετούνταν σε σκιερό μέρος νωρίς το πρωί πριν προλάβει να τον δει ο ήλιος. Η μεγάλη τελετουργία άρχιζε αργά το απόγευμα όταν ο ήλιος « βουτούσε » στην νύχτα. Συγκεντρώνονταν όλοι γύρω από την στάμνα κι ένα μικρό παιδί έβγαζε από μέσα όλα τα ροζικάρια Ολα ξεκινούσαν με την καθιερωμένη μαντινάδα:
« Ανοίξετε τον κλήδονα στ Αι Γιαννιού τη χάρη
και πουναι καλορίζικος το μήλο του να πάρει »
και με μαντινάδες συνεχιζόταν όλη η τελετή μέχρι το τέλος. Ύστερα τα κορίτσια μοιράζονταν το αμίλητο νερό και για τις επόμενες τρεις μέρες έβαζαν λίγο στο στόμα τους και έβγαιναν στο δρόμο η στα παραθύρια για να ακούσουν ένα ανδρικό όνομα κι ίσως να ήταν αυτό του μέλλοντος συζύγου τους.
Την άλλη μέρα 25 Ιουνίου πια στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς πήγαιναν σε πηγάδι που βρισκόταν σε δισταύρι και εκεί έκαναν νέες ευχές. Ρίχνανε μέσα όσο νερό του κλήδονα είχε μείνει και κάθε κοπέλα έστεκε στο χείλος του πηγαδιού κρατώντας έναν καθρέφτη με τρόπο ώστε οι ακτίνες του ήλιου να αντανακλώνται στο νερό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματιζόταν το είδωλο του μελλοντικού συζύγου τους.
Έθιμα παλιά, γιορτές που σημάδεψαν πολλές γενιές ανθρώπων και που σήμερα τα συναντάμε να αναβιώνουν μόνο με φολκλορικό χαρακτήρα. Άρωμα άλλων εποχών, αγνών και πιο ανθρώπινων που πάντα θα αναπολούμε όσοι τα ζήσαμε και θα προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε όσο πιο πιστά μπορούμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές του Αι Γιάννη απ όσα ξέρεις και μου λες
Απ΄όλα αυτά που ξέρεις και μου λες που΄χουν πεθάνει ...
της Ελένης Μπετεινάκη
Καλή σας μέρα !!! Φιλιά πολλά...!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου