Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

IOANNA MIPS


ΛΗΘΗ


Άπειρες κλωστές στον αργαλειό,
αμέτρητες ωδές ανθρώπου.
Το φως το τύφλωσαν,
μα τους θάμπωνε πάντοτε τα μάτια.

Πρωτόπλαστο αίνιγμα
με ερωτηματικά στο πέρας.
Ας το θάψουμε, λοιπόν,
αυτό το εγώ.
Ας το ερευνήσουμε αύριο,
αυτό το εγώ, χωρίς αγάπη.

Συνέχεια ατέλειωτης κάμαρας
με τοίχους και τοιχάκια.
Ασυνέχεια δέρματος, δίαυλος εισόδου
παράσιτων-ιών-ανθρώπων.

Εμπόδια παντού, στο σκίρτημα, 
στο μέσα, στο ανάθεμα. 
Στο πέρα-δώθε ανάμεσα, 
στο πριν και το μετά σας.

Για πόσες ανάσες ζωής ακόμη ζουν;
Για πόσους χτύπους και μελτέμια;
Και ποια τα όρια της κάμαρας, για ποιο εγώ;

Με δοξασίες ανάσαιναν και με σκιές στο έρεβος,
καθώς το λίγο φως γλιστρούσε στο κατώγι.
Τα δήθεν βίωναν κι αναβίωναν το δήθεν του καθένα.
Πρωταρχικό και τίποτα εγώ
εκείνο
το θαμμένο.

Νόπη Χατζηιγνατιάδου
Από τη συλλογή «Αναζητώντας το Άλφα» (2009)

Σ'ΑΓΓΙΖΩ


Σ αγγίζω 
και τα σκοτάδια καίγονται 
στο μίσχο του δειλινού 
κλεμμένα χρώματα απλώνονται 
στους βυθούς των δακρύων 
και στο καμβά αχνίζει 
το χαμόγελο της αιώνιας στιγμής. 

Σ αγγίζω 
και στο χείλος του ποτηριού 
το αποτύπωμα του έρωτα αφρίζει 
τα ποτάμια γυρνάνε 
στις γραμμές των βουνών 
και χαράζουν στο ανεκπλήρωτο 
τα πέταλα του κορμιού 
όταν ξαπλωμένο αναπνέει 
τις ανάσες της περασμένης νύχτας. 

Σ αγγίζω 
κι οι ώρες χάνονται 
στο ταξίδι των πουλιών 
πέρα από τα σύνορα των αναστεναγμών 
και πιο κει από τον ιδρώτα του μεσημεριού 
όταν ο άντρας κι η γυναίκα σμίγουν 
στη κατακόρυφο του ήλιου 
γυμνά ψήγματα ζωής.

Ο θάνατος του Αδώνιδος



Άδωνι,
της άνοιξης αιώνιο σύμβολο,
εσύ, που με την ομορφιά σου
την Αφροδίτη τρέλανες
μα και την Περσεφόνη,
τη λυγερή κόρη της Δήμητρας.

Άδωνι,
σύμβολο αθάνατο της άνθησης,
εσύ, που με τα βέλη του έρωτα 
θνητούς κι αθάνατους ελάβωνες,
πέθανες, από έναν αγριόχοιρο
άγρια λαβωμένος.

Να ήταν άραγε ένα τυχαίο ζώο
που βγήκες και κυνήγησες;
Ή μήπως ήταν ο Άρης,
που έχασε για χάρη σου
την όμορφη Αφροδίτη;
Ή μήπως ο Απόλλωνας,
που τον Ερύμανθο τον γιο του
τον τύφλωσε η καλή σου;
Όποιος και να ’ταν ο φονιάς,
ποια σημασία έχει πια;

Μαζί σου εχάθη η άνοιξη
και το χαμόγελο έσβησε 
στα χείλη της Κυθέρειας.

Να σε προλάβει έτρεξε,
λίγο πριν ξεψυχήσεις,
δίχως να βάλει πέδιλα
στα απαλά της πόδια.
Τα πλήγωσαν τα πόδια της
τ’ αγκάθια από τα ρόδα.
Τα ρόδα τα ολόλευκα
βαφτήκανε με αίμα
κι έγιναν κατακόκκινα,
ίδια με παπαρούνες.

Τον πόνο δεν λογάριασε
η δύσμοιρη η Κύπρις.
Συνέχισε το τρέξιμο
με πόδια ματωμένα,
να σε προλάβει ζωντανό,
να σε γλυκοφιλήσει.
Μα εσύ ’χες ξεψυχήσει.

Το σώμα σου το άψυχο 
το γέμισε με δάκρυα 
που γίναν’ ανεμώνες.


Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου 
Από την ανέκδοτη συλλογή «Μυθολογία, Μούσα μου»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου