Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ίαση (;) ...


Ίαση (;) ...




Εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να ξεφύγει από τα όριά της. Στο κάτω κάτω, γιατί να έχει όρια; Ήταν ελεύθερη. Την τρόμαζε αυτή η ελευθερία, ήταν όμως δικιά της. Κι όσο φοβότανε, τόσο ξεπέρναγε τον εαυτό της.

Τι είχε να χάσει; Θα έκανε για μια φορά κάτι γι’αυτήν, κάτι για να περάσει καλά.
Ναι, να περάσει καλά.
Σε πείσανε κι εσένα να το νομίζεις φτηνό;
Χαίρει μεγαλύτερης εκτίμησης ο θάνατος στ’αυτιά σου;
Όχι, δεν είχε να χάσει κάτι. Ό,τι ήταν να χάσει, είχε χαθεί από καιρό.

Της έμενε όμως το σώμα της.
Καλοσχηματισμένο, σφιχτό, νέο, γεμάτο φλέβες με δίψα για ζωή. Αλώβητο από τις μαχαιριές, το δέρμα της παρέμενε απαλό και ολόλευκο.
Της έμενε το βλέμμα της.
Ένα βλέμμα δυο τεράστιων ματιών που γυάλιζαν, βαθύ και έντονο. Αλώβητο απ’την αλμύρα των παλιών δακρύων, το χρώμα τους στάλαζε θηλυκότητα. Δεν είχε ξεθωριάσει ακόμα. Είχε μέσα κάτι από γνώση και δύναμη κι εκδίκηση.
Της έμεναν τα χέρια της.

Ίσιωσε μαλλιά, κόκκινο κραγιόν, μαύρο περίγραμμα.
Φόρεσε μαύρο φόρεμα, μαύρες ψηλές γόβες και μαύρο σακάκι.
Όταν βγήκε έξω κρύωνε και τα γόνατά της έτρεμαν.
Είτε από κρύο, είτε γιατί ήθελαν να την αποτρέψουν από το περπάτημα προς τα εκεί που πήγαινε.
Ποιος νοιάζεται;

Ξεκλείδωσε το αμάξι, μπήκε μέσα κι έβγαλε τα παπούτσια της. Τα μάτια της συνάντησαν τα δυο του καθρέφτη. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, το ήξερε. Μπορούσε να καταφέρει τον κόσμο, κι ας είχε προσπαθήσει κάποτε κάποιος να της κόψει τα φτερά, να της τα μαδήσει, να την κάνει μικρή και τιποτένια για να μη βρει δύναμη να φύγει ποτέ απ'τη φυλακή της εξάρτησης, του άδικου.
Έβαλε μπρος και άρχισε να οδηγάει αργά. Άνοιξε το ραδιόφωνο και το’κλεισε, πέτυχε Μητροπάνο.

Κοίταξε άλλη μια φορά τα μάτια της στον καθρέφτη, μετά τα χείλια.
Έκανε να χαμογελάσει αλλά δεν της βγήκε. Απόψε το χαμόγελό της πάνω της ήταν ξένο.

Δεν πειράζει, ας αλλάξει για μια νύχτα.
Ας φύγει για μια νύχτα.
Ας δει πώς είναι να’ναι…αλλιώς.
Το άρχισε, θα το τελειώσει.

Πάρκαρε και βγήκε έξω κι άρχισε να περπατάει.
Έκανε ερημιά, παγωνιά και απόλυτη ησυχία…
Και μέσα στο κεφάλι της, ησυχία κι εκεί.
Μόνα τους περπατούσαν τα πόδια, λες και κάποιος την τραβούσε μαλακά, με ένα σκοινάκι.
Λες και τη μαγνήτιζαν… χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε εκείνο το μούδιασμα της ζαβολιάς, το μούδιασμα αυτό που νιώθει κανείς όταν ξέρει ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό… Μούδιασμα ευχάριστο, παραδόξως. Όσο φοβόταν, τόσο ανυπομονούσε. Όσο μετάνιωνε, τόσο γρηγορότερα περπατούσε.

Ώσπου τον συνάντησε.
Έναν όμορφο, ψηλό ξένο με γυμνασμένα χέρια που εγγυώνταν ασφάλεια, έστω και προσωρινή.
Με μάτια ανεξερεύνητα που όμως κοιτάζανε με λαγνεία, το μόνο που’ναι σίγουρο…
Με μαλλιά ανακατεμένα, σκούρα.
Και ρούχα μαύρα όπως και τα δικά της. Μαύρα σαν το χρώμα του χθες, που είχε θαφτεί στα παλιά…

Τον πλησίαζε, βρισκόταν ακριβώς μπροστά της κι ένιωθε τα μάτια του να απολαμβάνουν τα γυμνά πόδια της. Εκείνος ήταν ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου του με σταυρωμένα τα χέρια. Τα φώτα, την πόρτα του και τη μουσική τα’χε ανοιχτά. Η κοπέλα τυφλωνόταν κι έβλεπε μόνο περιγράμματα απ’αυτόν αλλά ένιωθε ωραία να περπατάει και να τη χτυπά το φως. Πρωταγωνιστούσε στη δική της ταινία. Βάδιζε στον ρυθμό της μουσικής και ήξερε ότι του έκοβε την αναπνοή.

Όταν έφτασε πάνω του μπήκε ανάμεσα στα πόδια του και τον φίλησε βίαια.
Το πρώτο τους φιλί αυτό ήταν, μια προσγείωση με δύναμη, με φόρα.

Βίαια και με πάθος.
Πάθος όχι φτιαχτό, πάθος.
Εκείνος την αγκάλιαζε σφιχτά, την τραβούσε δυνατά πάνω του από τη μέση της και έσφιγγε στα δάχτυλά του τις ρίζες των μαλλιών της.
Όσο του αφηνόταν τόσο πιο έντονα ένιωθε την απόλαυση στο κορμί της.

Ήταν ένα ραντεβού χωρίς βόλτα, χωρίς φαγητό, χωρίς πολλά πολλά.
Μία συνάντηση για έρωτα, καθαρά για έρωτα.
Της είχε λείψει ο έρωτας. Κι ας μην είχε συναίσθημα, ήταν έρωτας. Ή, αν όχι, πες το όπως θες. 
Γιατί να'χει συναίσθημα για να'ναι απολαυστικό; Το συναίσθημα ενέχει φόβο, τρομερό φόβο, κι ακροπατάς και σκέφτεσαι δεύτερη φορά και τρίτη...

Εδώ τα λάθη σου δεν νοιάζουν κανέναν.
Κι ούτε σε νοιάζει τι γεύση θ'αφήσεις.

Την έβαλε στ’αμάξι του και την πήρε από κει.
Τον κοίταζε πού και πού και αποφάσισε να τον εμπιστευτεί. Όρος του παιχνιδιού η αποβολή των έλλογων σκέψεων. Δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν. Βολεύτηκε καλύτερα και όταν άρχισε να την αγγίζει, του χάιδευε το χέρι. Ενίοτε το χάραζε με τα νύχια της.
Δεν ήταν τίποτα άσχημο, τελικά.

Ήταν, αντίθετα, ώρα για γιορτή.
Τι γιόρταζε ακριβώς δεν ήξερε, είχε όμως καιρό να νιώσει την καρδιά της να χτυπά ζωντανή μέσα της.

Κι αφού η καρδιά έδινε την έγκριση, τα μάτια χαμογέλαγαν πονηρά.
Ξανά.
Επιτέλους.

Όσο για τον εαυτό της τον αληθινό, αυτός την περίμενε σπίτι,
καθισμένος στον καναπέ, μπροστά από το λάπτοπ,
με πιτζάμες και μαλλιά πιασμένα και πρόσωπο άβαφτο κι αγνό.
Την περίμενε να του δώσει εξηγήσεις, να τη μετρήσει οπότε,
δεν βιαζόταν να  γυρίσει πίσω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου