Παράξενος που είναι ο κόσμος των συναισθημάτων… Είναι λες σαν μια κιθάρα
να βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα σου. Οποιοσδήποτε μπορεί αν ψαχουλέψει
καλά και ίσως να την βρεί και να αρχίσει να παίζει. Όμως κρύβει ένα
μυστικό: δεν μπορεί ο καθένας να παράγει μελωδική και όμορφη μουσική.
Τις περισσότερες φορές μας αρέσουν μερικές από τις πρώτες νότες και λέμε
συνέχισε. Συνέχισε να παίζεις. Δεν πειράζει που δεν τα καταφέρνεις, εσύ
συνέχισε. Πιστεύω πως θα τα καταφέρεις, σου έχω εμπιστοσύνη. Κι όταν
πια η υπομονή μας εξαντληθεί του λέμε σταμάτα. Τελικά δεν μπορείς να
παίξεις τη μουσική της ψυχής μου. Ο επόμενος.
Πόσες φορές θα αφήσεις να ψαχουλέψουν όμως για την κιθάρα σου; Όχι
πολλές. Αν αφήσεις την κιθάρα σου στο έλεος των επίδοξων οργανοπαιχτών
κινδυνεύει να αχρηστευτεί. Τότε έρχεται η απογοήτευση. Δεν είναι για
μένα λες η μουσική. Ίσως δεν υπάρχει καν αυτή η μελωδία. Την έχω
ξεχάσει. Κι όμως. Έκανες ένα λάθος και αχρηστεύθηκαν οι χορδές της ψυχής
σου. Τίποτα όμως δεν μένει χαλασμένο για πάντα εκτός αν το παρατήσουμε
εμείς. Θέλει προσπάθεια; Θέλει.
Μερικές φορές όμως ακόμα κι αυτοί οι απλοί κανόνες μπορεί να πέσουν έξω.
Γιατί υπάρχει κάποιος που ξέρει ότι υπάρχει η μουσική σου. Με
διακριτικότητα απεριόριστη, και χωρίς να ζητήσει να αγγίξει τις χορδές
σου, θα σου σφυρίξει την μελωδία της ψυχής σου. Θα σε αφήσει με το στόμα
ανοιχτό καθώς θα διαψεύδει τις απογοητεύσεις σου. Τότε μπορείς να του
παραδώσεις την κιθάρα σου, χωρίς φόβο, χωρίς ενδοιασμούς πλέον. Και θα
απολαμβάνεις τη μουσική…
Μεσάνυχτα.
Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα
αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές,
παραμυθένιοες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια
χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα
μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά
παράξενα.
Εκεί ψηλά,
στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν
κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το
‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε
την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα
στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».
Ανέμελα
έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που
γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα
ουράνια χαρωπές.
Ώσπου
κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα.
Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε
σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν
το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το ‘χε
πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε
σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο
ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.
Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!
***** ***** ***** ***** *****
Όταν
συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ’
ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη
μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού,
φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
Έψαχνες να με βρείς;
Έτσι θαρρώ!
Είχε σκήψει
πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε
μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι
η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την
μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη
φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η
κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, μ’ μ’ ώρες μεθυστικές,
αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι
κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.
***** ***** ***** ***** *****
Ξάφνου, μια
σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την
κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’
ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην
ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε
την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε,
ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της
μαργαρίτας σκέψη… Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν
καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές
ονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν;
Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ’ αγαπά!
- Δε μ’ αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε,
σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί,
στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη.
Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
***** ***** ***** ***** *****
Την άλλη
μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε
τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του
αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.
Και με φωνή μεγάλη είπε:
Όταν
η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι
τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο
που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε
πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.
Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίδει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα
αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της
καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
Τότε,
θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω
από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα
γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα
δάκρυά σου.
Η
αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα
παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται,
γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".
Και
μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η
αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.
Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της.
Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι
επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει
το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.
Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να
ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις
ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να
στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου...
Ναι αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα… πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και με έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε, τι έχεις αγόρι μου ;
Δεν μίλαγα… μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα…
και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κονδύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια…
Όταν
ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα, όταν τη νύχτα
κοίταζα τα αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου, και όταν χτύπαγε
η πόρτα μου και άνοιγα δεν ήτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο, ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα πάντοτε…
Και
όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο
τρυφερά, σαν να με γνώριζες από χρόνια… μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου… αγαπημένη…
Θυμάσαι
αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας; Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα,
ένα απλό φτηνό φόρεμα μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο…
οι
τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια… σου πήγαινε στο
πρόσωπο σου ο ήλιος, σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το
τριανταφυλλένιο σύννεφο, και αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή
σου πήγαινε…
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα, βαδίζαμε δίχως λέξη…
μα και την να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου, τόσο μεγάλα.
Ένα
παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του, ήπιαμε μια στα δυο, και
αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου, τι σου είπε
λοιπόν ;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου… δεν μπορεί κάτι θα σου’ πε.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό.
Μα μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τρένα.
Αλήθεια
εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δεν
μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν…
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ, έβρεχε, ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα.
Έτρεμε στο ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. ‘’Φεύγω, μην ζητήσεις να με βρεις’’, έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο, μέσα στη σκόνη.
Που
είσαι λοιπόν πες μου? Που είσαι, σ’ αναζητάω, σαν τον τυφλό που ψάχνει
να βρει το πόμολο τις πόρτας σε ένα σπίτι που πιάσε φωτιά…
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω.
Δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα.
Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα’ λυνες ξαφνικά , εκείνα τα ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου.
Η παλιά ντουλάπα, θα’ τρέχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου βγάζε τα παπούτσια.
Θα γελούσαν οι καθρέφτες , θα ξυπνούσαν οι γείτονες…
Όλα έχουν μείνει όπως τα αφίσες θα σου’ λεγα…
Και η χτένα σου, να τη εκεί.
Η μαύρη μεγάλη χτένα σου , σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρα σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει.
Ένας άλλος βυθίζεται μες την μεγάλη σου άνοιξη.
Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ…
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει…
Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου επάνω στο χιόνι εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δεν
θα σου πω τίποτα μόλις βγεις θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, και αν
αυτό σε πειράζει μπορώ να’ ρχομαι πίσω σου σαν το σκυλί…
Και
όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δεν θα’ ναι για μένα το σκληρό
χώμα τον νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί
πάνω της…
Πποδοπάτησε με να’ χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…
Με αφορμή την προτροπή της Θώμης, "συναδέλφου" blogger (!), θα προσπαθήσω να συνεχίσω την όμορφη αυτή αλυσίδα σκέψεων...
Πρώτα απ'όλα θα πρέπει να ευχαριστήσω τη Θώμη που με σκέφτηκε και μου έδωσε αυτή την πάσα και φυσικά τα "βραβεία"...
Λοιπόν...
"Αγαπώ": δε σημαίνει "έχω ανάγκη". Το 'χω ξαναπεί. Η Αγάπη είναι ελεύθερη.
Γιαυτό λοιπόν αγαπώ την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Αγαπώ το ΧΑΜΟΓΕΛΟ στους ανθρώπους.
Ειδικά όταν το να γελάει κάποιος φαίνεται στους άλλους παράλογο...
Το ξέρω, θα μπορούσα να αναφέρω
κάτι πιο χειροπιαστό και καθημερινό, όπως είναι πχ οι μεζέδες μετά
τσίπουρου (!), η φωτογραφία, τα σκυλιά, οι φίλοι μου και άλλα πολλά.
Αλλά δε θα μπορούσα να αφήσω απ'έξω τη ΘΑΛΑΣΣΑ. Την αιώνια αγαπημένη...
Και με τη σειρά μου λοιπόν, να δώσω τα εξής βραβεία:
αλλά οι κλασικοί στέκονται ψηλά, μόλις τους φτάνουμε
με την σκάλα.
Αργότερα το ράφι άγγιξε τον ουρανό,
τα νέφη και χάθηκε από την μνήμη.
Τίποτα κλασικό δεν μένει έξω από τα μπουκάλια
παλλώμενα σαν ραβδιά από έναν τσαρλατάνο σε βίντεο.
Τίποτα πραγματικά δεν μένει αν όχι τα αποτυπώματα
δαχτυλικά αφημένα από τον monssù Travet
σ’ ένα φύλλο χαρτί τσαλακωμένο, μισοδιπλωμένο με μια καρφίτσα.
Εκεί μέσα δεν υπάρχει η Διδώ ή άλλοι αθάνατοι.
Δεν υπάρχει λύπη ούτε χαρά, μόνο ένα μονόγραμμα και λίγα
σκύβαλα.
μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος
Χωρίς αιφνίδιες μεταβολές
Οι εποχές
είναι σχεδόν εξαφανισμένες.
Ήταν όλα μια απάτη των Πνευμάτων
του Αιθέρα.
Δεν μπορεί να είναι ζωντανοί
σε στιγμές, σε σκιρτήματα, σε φυγή και απόδραση
μακρές και βραχύες
Ή ζωντανοί ή νεκροί, η αιώρα
δεν μπορούσε να διαρκέσει πέρα από την αιώνια
φευγαλέα παιδική ηλικία.
Τώρα ξεκινά ο κύκλος της στασιμότητας.
Οι εποχές αποχαιρέτισαν
χωρίς υποκλίσεις ή γιορτές, κουρασμένες
από τις εναλλαγές. Δεν θα είμαστε πιο
λυπημένοι ή ευτυχισμένοι, πουλιά της αυγής ή της νύχτας.
Δε θα ξέρουμε ούτε
πια είναι η γνώση και πια η άγνοια, ζωή
ή σχεδόν ή τίποτα ακριβώς. Είναι νωρίς είπε,
τα υπόλοιπα θα τα δούμε όταν θα γίνουν
μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος
Intervista a Eugenio Montale
Eugenio Montale
Da Wikipedia, l'enciclopedia libera.
« Per la sua poetica
distinta che, con grande sensibilità artistica, ha interpretato i valori
umani sotto il simbolo di una visione della vita priva di illusioni. »
Eugenio Montale nacque a Genova, in un palazzo dell'attuale corso Dogali, nella zona soprastante Principe, il 12 ottobre1896, ultimo dei sei figli di Domenico Montale e Giuseppina Ricci, esponenti della media borghesia genovese. Il padre era comproprietario di una ditta di prodotti chimici, la società G. G. Montale & C., tra l'altro fornitrice di Veneziani S.p.A., azienda presso cui era impiegato Italo Svevo[1][2].
Formazione
Sebbene per lui vengano
preferiti, a causa della sua salute precaria, i più brevi studi tecnici
in luogo di quelli classici e venga dunque iscritto nel 1915 all'istituto
tecnico commerciale "Vittorio Emanuele", dove si diplomerà in
ragioneria, il giovane Montale ha la possibilità di coltivare i propri
interessi prevalentemente letterari, frequentando le biblioteche
cittadine e assistendo alle lezioni private di filosofia della sorella
Marianna, iscritta a Lettere e Filosofia.
La
sua formazione è dunque quella tipica dell'autodidatta, che scopre
interessi e vocazione attraverso un percorso libero da condizionamenti.
Letteratura (Dante, Petrarca, Boccaccio e Gabriele D'Annunzio su
tutti, autori che lo stesso Montale affermerà di avere "attraversato") e
lingue straniere sono il terreno in cui getta le prime radici la sua
formazione e il suo immaginario, assieme al panorama, ancora intatto,
della Riviera ligure di levante: Monterosso al Mare e le Cinque Terre, dove la famiglia trascorre le vacanze.
«Scabri ed essenziali», come egli definì la sua stessa terra, gli anni della giovinezza delimitano in Montale una visione del
mondo in cui prevalgono i sentimenti privati e l'osservazione profonda e
minuziosa delle poche cose che lo circondano – la natura mediterranea e
le donne della famiglia. Ma quel "piccolo mondo" è sorretto
intellettualmente da una vena linguistica nutrita di queste lunghe
letture, finalizzate soprattutto al piacere della conoscenza e della
scoperta.
In questo periodo di formazione Montale coltiva inoltre la passione per il canto, studiando dal 1915 al 1923 con l'ex baritonoErnesto Sivori,
esperienza che lascia in lui un vivo interesse per la musica, anche se
non si esibirà mai in pubblico. Riceverà comunque già nel 1942 dediche da Tommaso Landolfi, fondatore con altri della rivista Letteratura.
Grande Guerra e avvento del Fascismo
Entrato all'Accademia militare di Parma,
fa richiesta di essere inviato al fronte, e dopo una breve esperienza
bellica (rimase al fronte all'incirca dal gennaio al novembre del '18)
in Vallarsa e Val Pusteria, viene congedato nel 1920.
Negli anni tra il '19 e il '23, conosce a Monterosso Anna degli Uberti (1904-1959),
protagonista femminile in un insieme di poesie montaliane, trasversali
nelle varie opere, note come "ciclo di Arletta" (chiamata
anche Annetta o capinera).
Nel 1924 conosce la giovane di origine peruviana Paola Nicoli, anch'ella presente negli Ossi di seppia e ne Le occasioni.
È il momento dell'affermazione del fascismo, dal quale Montale prende subito le distanze sottoscrivendo nel 1925 il Manifesto degli intellettuali antifascisti di Benedetto Croce.
Montale vive questo periodo nella "reclusione" della provincia ligure,
che gli ispira una visione profondamente negativa della vita.
Montale giunge a Firenze nel 1927 per il lavoro di redattore ottenuto presso l'editore Bemporad.
Nel capoluogo toscano gli anni precedenti erano stati decisivi per la
nascita della poesia italiana moderna, soprattutto grazie alle aperture
della cultura fiorentina nei confronti di tutto ciò che accadeva in Europa: le Edizioni de La Voce; i Canti orfici di Dino Campana (1914); le prime liriche di Ungaretti per Lacerba; e l'accoglienza di poeti come Vincenzo Cardarelli e Umberto Saba.
Montale dopo l'edizione degli Ossi del 1925, nel 1929 è chiamato a dirigere il Gabinetto scientifico letterario G. P. Vieusseux (ne sarà espulso nel 1938 per la mancata iscrizione al partito fascista); nel frattempo collabora alla rivista Solaria, frequenta i ritrovi letterari del caffè Le Giubbe Rosse conoscendovi Carlo Emilio Gadda e Elio Vittorini,
e scrive per quasi tutte le nuove riviste letterarie che nascono e
muoiono in quegli anni di ricerca poetica. In questo contesto prova
anche l'arte pittorica imparando dal Maestro Elio Romano l'impasto dei colori e l'uso dei pennelli. Nel '29 è ospite nella casa di Drusilla Tanzi (che aveva conosciuto nel '27) e del marito, lo storico d'arte Matteo Marangoni,[3] casa dove due anni prima gli avevano presentato anche Gerti Frankl.
La vita a Firenze
però si trascina per il poeta tra incertezze economiche e complicati
rapporti sentimentali; legge molto Dante e Svevo, e i classici
americani. Fino al 1948, l'anno del trasferimento a Milano, egli pubblica Le occasioni e le prime liriche di quelle che formeranno La bufera e altro (che uscirà nel 1956). Nel 1943 pubblica
a Lugano la raccolta di poesie Finisterre grazie all'interessamento
dell'avvocato e poeta dialettale Pino Bernasconi, e del critico
letterario Gianfranco Contini, assieme alla raccolta Ultime cose di Umberto Saba, dato che in Italia vi era censura della dittaturafascista[4]. Montale, che non si era iscritto al Partito fascista e dopo il delitto Matteotti era stato firmatario del manifesto crociano, prova subito dopo la guerra ad iscriversi al Partito d'azione, ma ne esce pochissimo tempo dopo.
Soggiorno a Milano
« L'argomento della mia
poesia (...) è la condizione umana in sé considerata: non questo o
quello avvenimento storico. Ciò non significa estraniarsi da quanto
avviene nel mondo; significa solo coscienza, e volontà, di non scambiare
l'essenziale col transitorio (...). Avendo sentito fin dalla nascita
una totale disarmonia con la realtà che mi circondava, la materia della
mia ispirazione non poteva essere che quella disarmonia »
(E. Montale in "Confessioni di scrittori (Intervista con se stessi)", Milano 1976)
L'ultima tappa del viaggio di Montale nel mondo è Milano (dal 1948 alla morte). Diventato collaboratore del Corriere della sera, scrive critiche musicali e reportage culturali da vari paesi (fra cui il Medio Oriente, visitato in occasione del pellegrinaggio di Papa Paolo VI in Palestina).
Scrive altresì di letteratura anglo-americana per la terza pagina,
avvalendosi anche della collaborazione dell'amico americano Henry Furst, il quale gli invia molti articoli su autori e argomenti richiesti dallo stesso Montale.[5]. Nel 1962 sposa Drusilla Tanzi (di dieci anni più anziana di lui) con rito religioso a Montereggi, presso Fiesole (Marangoni era morto nel 1958).
Nel 1956, oltre a La bufera era uscita anche la raccolta di prose Farfalla di Dinard.
Per tornare al "viaggiare" , l'antologia dei suoi reportage porta il
titolo di Fuori di casa (1969). Ma il mondo di Montale è in particolare
la "trasognata solitudine", come la definisce Angelo Marchese, del suo appartamento milanese di via Bigli (dove sarà ancora amorevolmente assistito, alla morte di Drusilla, da Gina Tiossi).
Ultimi anni
Le ultime raccolte di versi, Xenia ('66, dedicata alla moglie Drusilla Tanzi, morta nel 1963), Satura ('71) e Diario del '71 e del '72 ('73),
testimoniano in modo definitivo il distacco del poeta - ironico e mai
amaro - dalla Vita con la maiuscola: «pensai presto, e ancora penso, che
l'arte sia la forma di vita di chi veramente non vive: un compenso o un
surrogato» (Montale, Intenzioni. Intervista immaginaria, Milano '76). Sempre nel '66 Montale pubblicò i saggi Auto da fé, una lucida riflessione sulle trasformazioni culturali in corso.
Anche se poeta trasognato e "dimesso", è anche stato oggetto di riconoscimenti ufficiali: lauree ad honorem (Milano '61, Cambridge '67, Roma '74), nomina a senatore a vita nel '67 per i meriti in campo letterario, epremio Nobel nel '75. Nel pieno del
dibattito civile sulla necessità dell'impegno politico degli
intellettuali, Montale continuò ad essere un poeta molto letto in
Italia.
Eugenio Montale muore a Milano la sera del12 settembre1981, un mese prima di compiere 85 anni, nella clinica San Pio X, dove si trovava ricoverato per problemi derivati da una vasculopatia cerebrale. Viene sepolto nel cimitero accanto alla chiesa di San Felice a Ema, sobborgo nella periferia sud di Firenze, accanto alla moglie Drusilla.
Il primo momento della poesia di Montale rappresenta l'affermazione del motivo lirico. Montale, in Ossi di seppia (1925) edito da Piero Gobetti, afferma l'impossibilità di dare una risposta all'esistenza: in una delle liriche introduttive, Non chiederci la parola,
egli afferma che è possibile dire solo "ciò che non siamo, ciò
che non vogliamo", sottolineando la negatività della condizione
esistenziale. Lo stesso titolo dell'opera designa l'esistenza umana,
logorata dalla natura, e ormai ridotta ad un oggetto inanimato, privo di
vita. In tal modo Montale capovolge l'atteggiamento fondamentale più
consueto della poesia: il poeta non può trovare e dare risposte o
certezze; sul destino dell'uomo incombe quella che il poeta, nella
lirica Spesso il male di vivere ho incontrato, definisce "Divina Indifferenza", ciò che mostra una partecipazione emotiva del tutto distaccata rispetto all'uomo.
La prima raccolta di Montale uscì nel giugno del1925 e comprende poesie scritte tra il 1916 e
il 1925. Il libro si presenta diviso in otto sezioni: Movimenti, Poesie
per Camillo Sbarbaro, Sarcofaghi, Altri versi, Ossi di
seppia, Mediterraneo, Meriggi ed ombre; a questi fanno da cornice una
introduzione (In limine) e una conclusione (Riviere). Il titolo della
raccolta vuole evocare i relitti che il mare abbandona sulla spiaggia,
come gli ossi di seppia che le onde portano a riva; qualcosa di simile
sono le sue poesie: in un'epoca che non permette più ai poeti di
lanciare messaggi, di fornire un'interpretazione compiuta della vita e
dell'uomo, le poesie sono frammenti di un discorso che resta sottinteso e
approdano alla riva del mare come per caso, frutto di momentanee
illuminazioni. Le poesie di questa raccolta traggono lo spunto iniziale
da una situazione, da un episodio della vita del
poeta, da un paesaggio, come quello della Liguria, per esprimere temi
più generali: la rottura tra individuo e mondo, la difficoltà di
conciliare la vita con il bisogno di verità, la consapevolezza della
precarietà della condizione umana. Si affollano in queste poesie
oggetti, presenze anche molto dimesse che non compaiono solitamente nel
linguaggio dei poeti, alle quali Montale affida, in toni sommessi, la
sua analisi negativa del presente ma anche la non rassegnazione, l'attesa di un miracolo.
L'emarginazione
sociale a cui era condannata la classe di appartenenza, colta e
liberale, della famiglia, acuisce comunque nel poeta la percezione del
mondo, la capacità di penetrare nelle impressioni che sorgono dalla
presenza dei paesaggi naturali: la solitudine da "reclusione" interiore
genera il colloquio con le cose, quelle della riviera ligure, o del
mare. Una natura "scarna, scabra, allucinante", e un "mare fermentante"
dal richiamo ipnotico, proprio del paesaggio mediterraneo.
Il manoscritto autografo di Ossi di Seppia è attualmente conservato presso il Fondo Manoscritti dell'Università di Pavia.
Le occasioni
In Le occasioni (1939) la poesia è fatta di simbolo di analogia, di enunciazioni lontane dall'abbandono dei poeti ottocenteschi. Il
mondo poetico di Montale appare desolato, oscuro, dolente, privo di
speranza; infatti, tutto ciò che circonda il poeta è guardato con pietà e
con misurata compassione. Simbolica la data di pubblicazione, 14 ottobre 1939, poco dopo lo scoppio della seconda guerra mondiale.
Il fascicolo di poesie è dedicato a una misteriosa I.B, iniziali della poetessa e dantista americanaIrma Brandeis, di origini ebraiche e perciò costretta a rimpatriare dopo la promulgazione delle leggi razziali.
La
memoria è sollecitata da alcune "occasioni" di richiamo, in particolare
si delineano figure femminili, per esempio la fanciulla conosciuta in
vacanza a Monterosso, Annetta-Arletta (già presente negli Ossi), oppureDora Markus, della omonima poesia: sono nuove "Beatrici" a cui il poeta affida la propria speranza.[7]
La figura della donna, soprattutto Clizia (senhal di
Irma), viene perseguita da Montale attraverso un'idea lirica della
donna-angelo, messaggera divina. I tratti che servono per descriverla
sono rarissimi, ed il desiderio è interamente una visione dell'amore
fortemente idealizzata, che non si traduce necessariamente in realtà.
Nel contempo il linguaggio si fa meno penetrabile e i messaggi sono
sottintesi, e anche se non di unermetismo irrazionale, espressione di una sua personale tensione razionale e sentimentale.
In Le
occasioni la frase divenne più libera e la riflessione filosofica,
molto presente nella poesia di Montale, diviene più vigorosa. Il poeta
indaga le ragioni della vita, l'idea della morte, l'impossibilità di
dare una spiegazione valida all'esistenza, lo scorrere inesorabile del tempo (Non recidere, forbice, quel volto).
La bufera e altro
Sono componimenti riguardanti temi di guerra e di dolore pubblicati nel 1956. Nel poeta ligure confluiscono quegli spiriti della "crisi" che la reazione anti-dannunziana aveva generato fin dai Crepuscolari:
tutto ciò che era stato scritto con vena ribelle nel brulicante mondo
poetico italiano tra le due guerre, in lui diventa possibilità di
scoprire altre ragioni per essere poeti.
Xenia e Satura
Negli ultimi anni Montale
approfondì la propria filosofia di vita, quasi temesse di non avere
abbastanza tempo "per dire tutto" (quasi una sensazione di vicinanza
della morte); Xenia (1966)
è una raccolta di poesie dedicate alla propria moglie defunta, Drusilla
Tanzi, amorevolmente soprannominata "Mosca" per le spesse lenti degli
occhiali da vista[8]. Il titolo richiama xenia, che nell'antica Grecia erano i doni fatti all'ospite, e che ora dunque costituirebbero il dono alla propria moglie. Le poesie di Xenia furono pubblicate insieme alla raccolta Satura, con il titolo complessivo Satura, nel gennaio 1971. «Con questo libro - scrive Marco Fortinel
risvolto di copertina dell'edizione Mondadori - Montale ha sciolto il
gran gelo speculativo e riepilogativo della Bufera e ha ritrovato,
semmai, la varietà e la frondosità, la molteplicità timbrica, lo scatto
dell'impennata lirica e insieme la "prosa" che, già negli Ossi di
seppia, costituirono la sua sorprendente novità.»
La poetica e il pensiero
Montale ha scritto
relativamente poco: quattro raccolte di brevi liriche, un "quaderno" di
traduzioni di poesia e vari libri di traduzioni in prosa, due volumi di
critica letteraria e uno di prose di fantasia. A ciò si aggiungono gli articoli della collaborazione al Corriere della sera. Il quadro è perfettamente coerente con l'esperienza del
mondo così come si costituisce nel suo animo negli anni di formazione,
che sono poi quelli in cui vedono la luce le liriche della raccolta Ossi di seppia.
La
poesia è per Montale principalmente strumento e testimonianza
dell'indagine sulla condizione esistenziale dell'uomo moderno, in cerca
di un assoluto che è però inconoscibile. Tale concezione poetica –
approfondita negli anni della maturità, ma mai rinnegata – non
attribuisce alla poesia uno specifico ruolo di elevazione spirituale;
anzi, Montale al suo lettore dice di "non chiedere la parola", non
"domandare" la "formula" che possa aprire nuovi mondi. Il poeta può solo
dire "ciò che non siamo": è la negatività esistenziale vissuta
dall'uomo novecentesco dilaniato dal divenire storico.
A
differenza delle "illuminazioni" ungarettiane, Montale fa un ampio uso
di idee, di emozioni e di sensazioni più indefinite. Egli cerca una
infatti soluzione simbolica (il "correlativo oggettivo", contemporaneamente adottato da Thomas Stearns Eliot)
in cui la realtà dell'esperienza diventa una testimonianza di vita.
Proprio in alcune di queste immagini il poeta crede di trovare una
risposta, una soluzione al problema del "male di vivere": ad esempio, il mare (in Ossi di seppia) o alcune figure di donne che sono state importanti nella sua vita.
La poesia di Montale assume dunque il valore di testimonianza e un preciso significato morale: Montale esalta lo stoicismo etico
di chi compie in qualsiasi situazione storica e politica il proprio
dovere. Rispetto a questa visione, la poesia si pone per Montale come
espressione profonda e personale della propria ricerca di dignità e del
tentativo più alto di comunicare fra gli uomini. L'opera di Montale è,
infatti, sempre sorretta da un'intima esigenza di moralità, ma priva di
qualunque intenzione moralistica: il poeta non si propone come guida
spirituale o morale per gli altri; attraverso la poesia egli tenta di
esprimere la necessità dell'individuo di vivere nel mondo accogliendo
con dignità la propria fragilità, incompiutezza, debolezza.
Montale non credeva all'esistenza di «leggi immutabili e fisse» che
regolassero l'esistenza dell'uomo e della natura; da qui deriva la sua
coerente sfiducia in qualsiasi teoria filosofica, religiosa, ideologica
che avesse la pretesa di dare un inquadramento generale e definitivo, la
sua diffidenza verso coloro che proclamavano fedi sicure. Per il poeta
la realtà è segnata da una insanabile frattura fra l'individuo e il
mondo, che provoca un senso di frustrazione e di estraneità, un
malessere esistenziale. Questa condizione umana è, secondo Montale,
impossibile da sanare se non in momenti eccezionali, veri stati di
grazia istantanei che Montale definisce miracoli, gli eventi prodigiosi
in cui si rivela la verità delle cose, il senso nascosto dell'esistenza.
Alcuni
caratteri fondamentali del linguaggio poetico montaliano sono i
simboli: nella poesia di Montale compaiono oggetti che tornano e
rimbalzano da un testo all'altro e assumono il valore di simboli della
condizione umana, segnata, secondo il poeta, dal malessere esistenziale,
e dall'attesa di un avvenimento, un miracolo, che riscatti questa
condizione rivelando il senso e il significato della vita. In Ossi di
seppia il muro è il simbolo negativo di uno stato di chiusura e
oppressione, mentre i simboli positivi che alludono alle possibilità di
evasione, di fuga e di libertà, sono l'anello che non tiene, il varco,
la maglia rotta nella rete. Nelle raccolte successive il panorama
culturale, sentimentale e ideologico cambia, e quindi risulta nuova
anche la simbologia. Per esempio nella seconda raccolta, Le occasioni,
diventa centrale la figura di Clizia, il nome letterario che allude alla
giovane ebrea-americana Irma Brandeis, (italianista ed intellettuale) amata da Montale[9],
che assume una funzione "angelico-salvifica" e dalla quale è possibile
aspettare il miracolo da cui dipende ogni residua possibilità di
salvezza esistenziale.
^ La vicenda venne rivelata da Mario Soldati nel racconto "Due amici", per l'appunto Montale e Furst, nel volume Rami secchi (Rizzoli 1989) e soprattutto da Marcello Staglieno, con la pubblicazione su una terza pagina deil Giornale diretto da Indro Montanelli di
alcune delle lettere inedite di Montale all'amico. Si veda, per
esempio, Marcello Staglieno (a cura di), «Enrico aiutami: è una vita
impossibile», lettere inedite di Eugenio Montale a Henry Furst, in "Il
Giornale", 24 ottobre 1989, p. 3, che comprende la prosa poetica
montaliana, dedicata a Furst, "Il lieve tintinnìo del collarino", 1943
^ Quasi
tutte le figure femminili dei versi montaliani corrispondono in molti
tratti a persone reali; nelle Occasioni Liuba soltanto, per ammissione
del poeta, è un personaggio "inventato" rispetto a quello reale (vd.
ancheRomano Luperini Storia di Montale Laterza, 1992)
^ Con Drusilla aveva condiviso anche la passione letteraria per Italo Svevo, che era venuto a trovarli a Firenze con la moglie Livia.
Angelo Marchese, Visiting Angel. Interpretazione semiologica della poesia di Montale, Sei, Torino 1977
Vincenzo Guarna, Il terzo tempo dell'itinerario poetico di Eugenio Montale, in «Misure critiche» - Anno VII, Fascicolo 22, gennaio-marzo 1977
Annalisa Cima e Cesare Segre (a cura di), Eugenio Montale. Profilo di un autore, Rizzoli, Milano 1977
Luigi Greco (a cura di), Montale commenta Montale, Pratiche Editrice, Parma 1980
Piero Bigongiari, L'autoriflessività del significato, in Poesia italiana del Novecento, Il Saggiatore, Milano 1980, tomo II, pp. 321–418
Ettore Bonora, Le metafore del vero, Bonacci, Roma 1981
Mario Martelli, Eugenio Montale. Introduzione e guida allo studio dell'opera montaliana, Le Monnier, Firenze, 1982
Ettore Bonora Conversando con Montale, Rizzoli, Milano 1983
Romano Luperini, Montale, o l'identità negata, Liguori, Napoli 1984
Emerico Giachery, Metamorfosi dell'orto e altri scritti montaliani, Bonacci, Roma 1985
Maura Del Serra, Il
poeta congetturale: appunti per un parallelo tematico-testuale fra il
primo Montale e il primo Borges, in "Testuale", 5, 1986, pp. 58–70.
Umberto Carpi, Montale critico, in AA.VV., Letteratura italiana. I critici, vol. V, Milano, Marzorati, 1987, pp. 3419–3445
Claudio Scarpati, Invito alla lettura di Eugenio Montale, Mursia, Milano 1988
Ettore Bonora, Montale e altro novecento, Caltanissetta, Sciascia 1989
Nico Orengo, Gli spiccioli di Montale, Theoria, Roma 1993
Giuseppe
Leone, Eugenio Montale nel primo centenario dalla nascita, "Quei suoi
"limoni" in orti leopardiani, su «Il Punto Stampa», Lecco, dicembre 1996
Stefano Agosti, Il lago di Montale, Interlinea, Novara 1996
Raffaello
Ceschi (a cura di), Storia del Cantone Ticino, volume I, L'Ottocento,
volume II, Il Novecento, Stato del Cantone Ticino, Casagrande,
Bellinzona 1998.
Pietro
Montorfani, Elisabetta Crema, Maria Capizzi (e altri), Refusi,
occasioni e imprevisti: Montale oltre il mare di vivere, Catalogo della
Mostra, Rimini, Itaca libri, 2003
Franco Croce, Storia della poesia di Eugenio Montale, Costa e Nolan, Genova, 2005
Roberto Mosena, Le affinità di Montale. Letteratura ligure del Novecento, Edizioni Studium, Roma 2006
Angelo Marchese, Amico dell'invisibile. La personalità e la poesia di Eugenio Montale, a cura di Stefano Verdino, Interlinea, Novara 2006
John Butcher, Poetry and Intertextuality. Eugenio Montale's Later Verse, Volumnia, Perugia 2007
Antonio Zollino, I paradisi ambigui. Saggi su musica e tradizione nell'opera di Montale, Il Foglio letterario, Piombino 2008, n.ed. 2009
Pietro
Montorfani, «Il mio sogno di te non è finito»: ipotesi di speranza
nell'universo montaliano, in «Sacra doctrina», (55) 2010, pp. 185–196.