Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η Θεία Κωμωδία του Dante Alighieri σε παράλληλη ανάγνωση με τον Κρητικό του Δ. Σολωμού


Πέμπτη, 9 Μαΐου 2013

Η Θεία Κωμωδία του Dante Alighieri σε παράλληλη ανάγνωση με τον Κρητικό του Δ. Σολωμού



 
O Dante Alighieri (1265-1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία και πέθανε στη Ραβέννα, σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και νομικά. 
 Θεωρείται ο πρώτος σημαντικός δημιουργός στην ιταλική ποίηση ενώ το περίφημο έργο του, η Θεία Κωμωδία, θεωρείται  ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.


Αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του και την όλη του ποιητική δημιουργία έπαιξε ο μεγάλος έρωτάς του προς την Βεατρίκη Πορτινάρι, την οποία  για πρώτη του φορά συνάντησε σε ηλικία μόλις εννιά ετών. Μετά από άλλα εννιά χρόνια, την ξανασυνάντησε και την αγάπησε βαθύτατα  και αγνά. Την έβλεπε σαν «άγγελο σε σχήμα γυναίκας» ή τέλος σαν «πηγή βαθύτατης και υψηλότατης συγκίνησης» γι’ αυτόν. Η Βεατρίκη πέθανε  σε ηλικία μόνο 25 ετών.


ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ


 La Divina Commedia



Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη  ( στο βασίλειο της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Παραδείσου), με οδηγούς τον δάσκαλό του  Βιργίλιο και την αγαπημένη του  Βεατρίκη, που θα οδηγήσουν τον ποιητή  στη  θέαση της θείας ουσίας.

Είναι ένα ταξίδι γνώσης και “άσκησης”, που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία.

 Η αρχή:

Nel mezzo del cammin di nostra vita

Mi ritrovai per una selva oscura

Che la diritta via era smarrita


Στης ζωής μας εγὼ τὸ μισοστράτι

βρέθηκα σ' ένα σκοτεινὸ ρουμάνι

γιατί είχα το ίσιο χάσει μονοπάτι.




Η επίδραση που άσκησε η ποίηση του  Dante Alighieri στο Σολωμό είναι γνωστή και ιδιαίτερα εμφανής στον  « Κρητικό».



Να δούμε από κοντά το θέμα της δαντικής επιρροής στον Κρητικό, μέσα από κάποια αποσπάσματα:




Κάποιες αναλογίες:


  •   η αληθινή, αιώνια αγάπη, η πνευματική διάσταση του Έρωτα
  •   η πρόωρη  απώλεια της αγαπημένης
  •   η νεκρανάσταση
  •  η εξύμνηση  της εξιδανικευμένης ομορφιάς της αγαπημένης
  •  η μεγαλοπρεπής εμφάνιση της Βεατρίκης στον κήπο της Εδέμ, αντίστοιχη με την εμφάνιση της αρραβωνιαστικιάς του Κρητικού στην πύλη του Παραδείσου στη Δευτέρα Παρουσία.
  •   ο ανεκλάλητος ήχος μάς θυμίζει τους υπερκόσμιους ύμνους- ψαλμούς που άκουγε ο Δάντης στον Παράδεισο  ( « με τάραξε του ήχου η γλύκα τόσο, που άλλοτε στη ζωή μου τόση γλύκα δεν μ΄είχε ξαναγγίξει» )
  •  η εγκοσμίωση του μεταφυσικού και ιερού τόπου
  • οι δοκιμασίες που πρέπει να περάσει ο ήρωας/αφηγητής/ποιητής για να προσεγγίσει την υπερκόσμια , θεία , πνευματική ουσία του κόσμου.




ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ





Καθαρτήριο, Άσμα XXX



Λάμπαν τα ουράνια μπλάβα-

 σκιαδερή γινόταν η όψη του ήλιου,

κι ως τυλιγμένος ήταν στην αντάρα

πολλή ώρα τον δεχότανε το μάτι.

Τότε μέσα από σύννεφο, λουλούδια

που αγγελικά χέρια τα ρίχναν γύρω,

 και μέσα κ’ έξω πέφτανε στο αμάξι,

είδα κυρά με πράσινο μανδύα

και πέπλο αστραφτερό αγριελιά ζωσμένο,

με φλόγας ζωντανής χρώμα ντυμένη.

Κ’ έξαφνα ο νους μου που είχε τόσα χρόνια

 να τρέμει απ’ τη θεϊκή της παρουσία,

κι από το σάστισμα συνεπαρμένος,

χωρίς καν να τη δουν τα μάτια, νιώθει,

απ’ την κρυμμένη ορμή που αυτή σκορπούσε,

αβάσταχτο καημό παλιάς αγάπης.

 Η δύναμη ως μου χτύπησε τα μάτια,

που με είχε πληγωμένο πριν ακόμη

 τα παιδικά μου να περάσουν χρόνια,

Γυρίζω αριστερά μ’ εμπιστοσύνη καθώς στη μάνα τρέχει το παιδάκι

σαν το τρομάξει φόβος είτε θλίψη,

Και στο Βιργίλιο κάνω: «Ούτε μια στάλα δε μου έμεινε αίμα πια που να μην τρέμει- Γνωρίζω της παλιάς φλόγας τ’ αχνάρια».

Αλλά ο Βιργίλιος χάθηκε στο αγέρι ( …)





Παράδεισος,  Άσμα XXIX



(……)



Κι όπως πηγαίνουν οι νεράιδες μόνες στους ίσκιους των δασών,

και λαχταρίζουν τον ήλιο άλλες, κι άλλες την ισκιάδα,

ίδια κ’ ετούτη ανέβηκε στην όχθη

κ’εγώ, πέρα απ’το ρέμα ακολουθούσα,

με πόδι αργό το σιγανό της βήμα.

 Δε θα είχαμε εκατό βήματα κάνει

 κι αριστερά μας στράφηκαν τα ρείθρα,

που βρέθηκα κοιτάζοντας αντήλιο.

πολύ δε θα τραβήξαμε στο δρόμο

και στρέφει προς εμέ η Κυρά και λέει:

«Για κοίταξε καλά, αδερφέ μου, κι άκου».

Και ξαφνικά, περνάει λάμψη από φλόγα,

που το μεγάλο δάσος άστραψε όλο·

και νόμισα αστραπή θα ήταν μεγάλη.

Αλλ’ όπως η αστραπή χάνεται αμέσως

 κ’ ετούτη η φεγγοβολή αυξανόταν,

«τι να είναι τούτο Θεέ μου,  είπα με το νου μου; »





Κι ως προχωρούσα ανάμεσα σε τέτοια         

Πρωτόγνωρη χαρά συνεπαρμένος,

κι άλλες χαρές ακόμα λαχταρώντας,

τ΄ αγέρι σαν φωτιά έγινε αρπαγμένη

μπροστά μας στα χλωρά κλαδιά από κάτω,
Κ’ εφάνη ο γλυκός ήχος ψαλμωδία

Πιο πέρα λίγο νόμισα πως είδα εφτά δέντρα χρυσά,

ξεγελασμένος  απ’ το πολύ το ανάμεσό μας μάκρος

αλλά σαν έφτασα κοντά, το σχήμα το γενικό, που πριν με ξεγελούσε

δεν το έκρυβε η απόσταση όπως πρώτα,

η δύναμη που το μυαλό μας τρέφει

μου φανερώνει ότι ήταν καντηλέρια και ψέλνανε «Ωσαννά» οι φωνές τους.

Τα ωραία λαμποκοπούσαν καντηλέρια,

 λαμπρότερα απ’ το αθόλωτο φεγγάρι στα μέσα του μηνός στο μεσονύχτι.





Άσμα  XXX



Κι ως έρχεται η ολάσπρη ψυχοκόρη του ήλιου πιο ψηλά,

τα ουράνια κλείνουν,

κι όλες, κ’ η πιο λαμπρή, έχουν σβήσει λάμψεις

Απ’ τη ματιά μου σβήσαν λίγο-λίγο

γι’αυτό, μη βλέποντας, μ΄ αδημονία γυρίζω τη ματιά στη Βεατρίκη.

Κι ό,τι καλό γι’ αυτή κι αν είπα ως τώρα,

και σ’ έναν έπαινο αν χωρούσε ακόμα,

λειψός θα ήταν για την ώρα ετούτη.

Η ομορφιά της δεν ξεπέρναε μόνο το ανθρώπινο μυαλό,

μα τη χαιρόταν μονάχα Εκείνος που την έχει πλάσει.

Στο θέμα αυτό, λογιέμαι νικημένος

όσο ποιητής ποτέ δεν ενικήθη

σε κωμικό, είτε τραγικό του έργο.

 Γιατί, όπως ήλιος στα θαμπά τα μάτια,

κ’ η μνήμη έτσι, απ’ το γλυκό της γέλιο,

το νου μου θάμπωσε τον κουρασμένο.

Απ’ όταν πρωτοείδα τη θωριά της στη ζήση ετούτη,

ως τώρα που την είδα, δεν είχε το τραγούδι μου στερέψει-

Μα πρέπει τώρα οι στίχοι μου να πάψουν ν’ ακολουθούν την καλλονή της,

όπως  στο απόγειό του ως φτάσει ο καλλιτέχνης.

Τέτοια ομορφιά να τη σαλπίσει αφήνω

 μια πιο καλή τρουμπέτα απ’τη δική μου,

αφού τελειώνει πια το δύσκολο έργο.

Και με φωνή ταγού και βιάση εκείνη, ξαναρχινά:

 «Απ’ το πιο μεγάλο σώμα στον ουρανό ανεβήκαμε,

που είναι φως νοητό κι αγνό, γεμάτο αγάπη,

αγάπη αληθινή, χαρά γεμάτη,

χαρά που ξεπερνάει κάθε αναγάλλια.

τη στρατιά θα δεις του Παραδείσου,

τη μία και την άλλη εδώ, με όψη που θα έχει μια, στην ύστερη την κρίση».

Ξάφνου όπως αστραπή, που διασκορπώντας τη δύναμη της όρασης, τυφλώνει,

Και πια δε βλέπει τίποτα η ματιά μας,

παρόμοια με κυκλόφερε μια λάμψη,

 με πέπλο φωτεινό σκεπάζοντάς με,

Που τίποτα να δω πια δεν μπορούσα.







( Η θεία κωμωδία, Ντάντε Αλιγκιέρι


μετάφραση: Γιωργής Κότσιρας
Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., 1986 )



Τετάρτη, 24 Απριλίου 2013

Παλαιόθεν κόρη της φωτιάς η στάχτη· μα δεν ανάφτει.




Αναζητώντας ποιήματα ποιητικής,  για παράλληλη ανάγνωση με  αυτά της Λογοτεχνίας Θεωρητικής , ξαναδιάβασα  την εξαιρετική  συλλογή του Μάρκου Μέσκου  «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο»  



 Πρόκειται για σχόλια και αυτοσχόλια που  μιλούν για την ποιητική τέχνη και τον ανθρώπινο προσδιορισμό.

Το αιωνίως αναπάντητο ερώτημα παρόν:
Τι είναι η ποίηση και τι ακριβώς ζητάει ο ποιητής από την τέχνη του;


Αποσπάσματα


Συχνά εγκαλούμαι ν’ απολογηθώ γιατί ο γενικός τόνος (στην Ποί­ηση που έτυχε να γράψω) είναι μαύρος και θλιμμένος.

Πολλά τα συμβαίνοντα.

Σαν μια απόπειρα αυτογνωσίας, θά ’λεγα ότι υπάρχει κάποιο μό­νιμο πένθος εξαιτίας της ματαίωσης όλων των ονείρων μου, κάποιο αιχμηρό μεταίχμιο, ένα είδος γεφυριού της τρίχας, μια κόψη ξυραφιού που υπερασπίζεται το ανένδοτο - (άλλωστε το μαύρο χρώμα, κατά τούς επαΐοντες, είναι το πιο οικείο θερμό χρώμα - αποδέχομαι κι εγώ την εν λόγω σύμβαση του επαΐοντος και συνεχίζω):


Υπάρχει λοιπόν κι εδώ η ψευδαίσθηση ότι το ποίημα-πέτρα που έριξες στο ποτάμι για να περάσεις στην αντίπερα όχθη - συνέβη, αλλά, μελαγχολημένος διαπιστώνεις την ανύπαρκτη επιτυχία του εγχειρήματος, διαπιστώνεις πάλι και πάλι τις απουσίες και το κενό.



Τελέσφορη και ατελέσφορη μαζί η προσπάθεια (και είναι δύσκο­λο να προσδιορίσεις πως, τελικά, ο τόνος των ποιημάτων μου είναι μελαγχολικός και μαύρος).

Εντούτοις,

φαντάζομαι ένα κατάμαυρο καμένο δέντρο μα που δεν έχασε τα νερά του και κάπου εκεί, στη ρίζα, οι εκβλαστήσεις συνεχίζουν τη ζωή.







Το ερώτημα συχνό

και από τους αναγνώστες και από τους ίδιους τους ποιητές

πάλι και πάλι το ερώτημα που δαγκώνει

- Τι είναι η Ποίηση;

Παρατηρήσεις, γνώσεις, έμμονες, αιτήματα και οράματα και φα­ντασία, σχέδια, εικόνες, μουσική, όλα ημιτελή και εν αχρηστία

-    χωρίς τον εν δυνάμει καλπασμό το ποίημα δεν γεννάται.

(Αν το κείμενο που θα προκύψει έχει τη δύναμη ν’ αντισταθεί στους νόμους της βαρύτητας και να διακλαδιστεί εντός της ψυχής του δύσκολου αναγνώστη, ίσως, κάτι απομένει.

Ειδάλλως, η εκάστοτε «αφελής και συναισθηματική» ποίηση κα- τευθύνεται, συνήθως, στον κάλαθο των αχρήστων ταχύτατα.)




Συνολικά η εκτίμηση συνομολογεί:

Είναι η Ποίηση μιά περίπτωση μυστηρίου· ολάκερη η ποίηση είναι «το ρόδο του κανενός»

Και η πιθανή αντιστροφή:

Εάν η Ποίηση κατατάσσεται στη χώρα της Ουτοπίας ως ορατή κοινωνική ανατροπή, είναι ακόμη, κατ’ ιδίαν, ένας απέραντος ουρανός με ατελεύτητα παράθυρα (εδώ κάθε άνθρωπος, με τη φορά, την κίνηση και τον ρυθμό του, αισθάνεται και βλέπει με το δικό του βλέμμα τον κόσμο, έστω και αν, στο τέλος, αναζη- τούνται προηγούμενα συγκριτικά αισθητικά κριτήρια).

Κάπου από τα παλιά αρχίζει, η ιστορία,
με το τίποτε ολούθε, το άδικο αίμα και τα νερά των πηγών που δεν γιατρεύουνε τα τραύματα.
Το ποίημα ξεκινάει από τις πρώτες συλλαβές, λίγο λίγο ψελλίζει τις ουσίες του. Εκείνες που σφυροκοπήθηκαν στο αμόνι της εκφραστικής εμμονης· που καιρό τώρα καίνε και απασχολούν την τρικυμία της ψυχής - τα μόνα ορατά υλικά, χαρτί και μολύβι.

Μιλώ με τα πάθη μου και τα ερείπιά μου.
Στην εκτεταμένη επιφάνεια τους βάζω το δάχτυλό μου και λέω: Εδώ κάτι αναπνέει ακόμα.


Αν και οι καταραμένοι ποιητές, στο βάθος των γκρεμών τους, είναι υπέρ της ζωής,
φαντάζομαι την επίκλησή τους για λίγη χαρά - μπορεί, άραγε, να ισχυριστεί κανείς πόσο κοστίζει η  Χαρά;
Στα αιτήματα, λοιπόν, της Ποίησης και το παιδί-χαρά
η σύμπτωση του πάθους, η τρελή επιμονή των γραφών σαν χρέος περίεργα υπαρξιακό (με ανατροπές και προσδοκίες εναντίον του θανάτου), λίγη χαρά ισορροπούσα τ’ αντίθετα είναι, θαρρώ, δικαιολογημένη.
Τους χρωστάει η ζωή μα δεν θα συμβεί - τουλάχιστον όσο ζουν.

Ευτυχώς υπάρχει, και η Ποίηση στη ζωή·
κάτι, πού εύκολα δεν ομολογείται από τον καθένα μας, κάτι, σα βαθιά κρυμμένο και ντροπαλό και ανέκφραστο σημείο, κάποιο αποκούμπι, πιθανόν ένας προσωπικός ηθικός απολογισμός.
Χωρίς υπερβολές και ανεπίκαιρες εκτιμήσεις ευτυχώς  υπάρχει και η Ποίηση στη ζωή (όταν δεν εξορίζεται). Έστω, λιγότερο ευφρόσυνη και χαρούμενη.
Για να βοηθάει υπενθυμίζοντας, τα μύρια όσα, στον άνθρωπο.


Τι λοιπόν είναι η Ποίηση;
Τίποτε δεν ορίζεται· σα ροπή και σαν αποτέλεσμα μπορεί νά ’ναι ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο γεγονός, μπορεί νά ’ναι η κυριολεξία των πραγμάτων, μπορεί νά ’ναι τα λόγια της μητέρας που δεν πρόλαβε να πει προ­τού πεθάνει,
μπορεί νά ’ναι ο απελπισμένος Έρωτας της Ουτοπίας,
-    όλα κατά προσέγγισιν.
Μιά απλούστερη κοινή διαπίστωση λέει ότι μεταφέρει αιτήματα και οράματα στον ανθρώπινο βίο (για την Ελευθερία και τη σιω­πή του).

Περίεργο πράγμα η γλώσσα: μέσα σου συνωθούνται χιλιάδες λέξεις που διεκδικούν την προτεραιότητα της κυριολεξίας στην έξοδό τους προτού «παγώσουν» στο χαρτί.
Χημεία, μαγεία, τάλαντο, επιλογές.
Πριν απ’ όλα «το περιφρονημένο θέμα» που σε κατακαίει.

Οι ποιητές προσπαθούν να μην είναι μιας χρήσεως τα κείμενά τους, να εκφράσουν τη συγκεκριμένη εποχή και να την υπερ- βούν. Ματαιοδοξία, πνευματικές φιλοδοξίες, υστεροφημία;
Πιο μεγάλο μερίδιο έχει η στάχτη και η  λησμονιά.

Παλαιόθεν κόρη της φωτιάς η  στάχτη· μα δεν ανάφτει.


Στην Ποίηση πολλαπλή πάντα η εκδοχή:
δάσος πολυσημίας για την πορεία την ανθρώπινη στο κάθε μέλ­λον, των «πράξεων» και των «λύσεων» της πραγματικότητας και της ονειρικής αναζήτησης.
Κοντά κοντά η αυτογνωσία και η αξιοπρέπεια του Τοπίου (το πολύσχημο κενό εντούτοις).


Υπάρχει μια περίεργη (ας πούμε) σχέση ανάμεσα στα ποιήματα και στο πρόσωπο του ποιητή. Πιο συγκεκριμένα:
Κάτω από τα ποιήματα του βρίσκονται οι δικοί του ήρωες, οι περισσότεροι ανώνυμοι και αδικαίωτοι (ιδού εκείνοι πού καθο­δηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τ’ αδιέξοδά του).
Εκείνος, ασπαζόμενος τον παπαδιαμαντικό τρόπο ζωής, δεν α­πλώνει το χέρι προς τις επιλογές που είναι αντίθετες στη νο­οτροπία και την πολιτεία των ονείρων του - η αγάπη και η εκτίμηση δεν εκβιάζονται.



Κάθε γλώσσα ανανεώνεται στο ποίημά της· αναμετράται με τις ατελείωτες δυνατότητές της. Αόρατη εντολή: Πώς θα νικήσει κάθε ποίημα τον θάνατό του.

Κανένα άλλοθι δεν σώζει το Ποίημα. Αυτό, μαζί με τον δημιουργό του, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Σαν εκείνη την αίσθηση, της με­ταφυσικής

Κάποια ποιήματα, διπλοκλειδωμένα, προσπαθούν να ψελλίσουν τις άγραφες αλήθειες - όλη την αλήθεια ποιος τη γνωρίζει;


Κυριακή, 21 Απριλίου 2013

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, " παλεύοντας να πιάσει τον ίσκιο ενός πουλιού"




  Η συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου «Τα αντικλείδια» έχει  ως  προμετωπίδα την ομηρική παρομοίωση από τη ραψωδία Χ 199-200 της Ιλιάδας:

Ώς δ' ν όνείρω οὐ  δύναται φεύγοντα διώκειν

Οὐτ΄ τ' ἀρ' ὃ τόν δύναται ύποφεύγειν, οθ' ὃ διώκειν.

(μτφρ: «Όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει τον κυνηγημένο- μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον φτάσει»
Η αναφορά  στην περίφημη αναμέτρηση του Αχιλλέα με τον Έκτορα)

Ποιος κυνηγάει ποιον λοιπόν; 
ο ποιητής το ποίημα ή το ποίημα τον ποιητή;


Ο Γιώργης Παυλόπουλος  απαντά μιλώντας για την Ποίηση και τα αντικλείδια της στη  συνέντευξή του στον Κώστα Λιόντη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  «Η ΑΥΓΗ» στις 1.6.1986



«  Όταν έχεις γεννηθεί και έχεις ζήσει σε μια χώρα με τεράστια και τόσο πολυσήμαντη πνευματική και ποιητική παράδοση, προσπαθώντας να γράψεις τα λίγα ποιήματα σου σε μια γλώσσα από τις αρχαιότερες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τις πιο πλούσιες και πιο ζωντανές, νιώθεις να σου κόβονται συχνά τα γόνατα. Ωστόσο οι καλύτεροι ποιητές της δικής μου γενιάς που την αποδεκάτισαν στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο —της πρώτης μεταπολεμικής όπως συνηθίζουν να τη λένε— φρόντισαν να μη χάσουν τη συνείδηση αυτής της παράδοσης και να μη ψευτίσουν τη γλώσσα. Φρόντισαν να βλέπουν όσο μπορούν καθαρότερα τον κόσμο μας, τον άνθρωπο και την εποχή μας — εποχή αδικίας, απανθρωπιάς και μεγάλου πόνου. Και ακόμη προσπάθησαν να κρατηθούν «στο ύψος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.

Αν αυτά τα στοιχεία υπάρχουν, καθώς νομίζω, και στη δική μου δουλειά, δεν ξέρω να πω σε τι με βοήθησαν και τι μπορεί να έδωσα μέχρι σήμερα στην Ποίηση. Ανακαλούν μονάχα τη συγκίνηση που ένιωθα όταν έγραφα τα ποιήματα μου. Την πιο βαθιά της ζωής μου.

Πολλές φορές, γράφοντας ένα ποίημα, έχεις το δυνατό συναίσθημα ότι σε παραστέκουν όλοι οι τεχνίτες που σε ανάθρεψαν και που αγάπησες πολύ. Σαν τους δίνεις αναφορά για κείνο και για τ' άλλο που θέλεις να κάνεις. Κι ενώ σε παρακολουθούν προσεχτικά, διαπιστώνεις ξαφνικά ότι σ' έχουν αφήσει ολομό­ναχο. Έτσι, πρέπει να πας ως το τέλος. Ολομόναχος. Κι ωστόσο, από τη στιγμή που το ποίημα θα «πιάσει» μέσα σου και θα αρχίσεις πάλι τα ίδια — σκαψίματα, θεμελίωμα, σκαλωσιές κ.λ.π. — δεν ξέρεις αν δουλεύεις μόνος σου ή με σαράντα πέντε μαστόρους κι εξήντα μαθητάδες. Κάπως έτσι νιώθω τη μαθητεία μου στον Σεφέρη και την επίδραση που δέχτηκα από το έργο του και την προσωπικότητα του.

Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμη χρόνια. Ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου.

Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού. Κι όταν το τελειώσεις, όταν νομίζεις ότι το τελείωσες, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις αυτό που ήθελες να κάνεις από κείνο που έκανες. Σου αρέσει βέβαια να λες «Αυτό πήγαινα να κάνω». Όμως όταν ξεκινούσες δεν ήξερες τίποτα σχεδόν από αυτό που πήγαινες να κάνεις. Έψαχνες στα σκοτεινά.

Αν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η ζωή σε τούτο τον τόπο πέρασε ανάμεσα σε συρματοπλέγματα, φωτιά και αίμα· αν ο διάλογος των νεκρών και των επιζώντων αυτής της τραγωδίας, συνεχίζεται ακόμη μέσα στο ολόφωτο δικαστήριο της μνήμης· αν όταν μιλάμε για τον άνθρωπο και τον πόνο του ανθρώπου, λογαριάζουμε πιο πολύ τη δίψα του για Δικαιοσύνη· αν ο παλιοτενεκές του Πολέμου, δεμένος στην ουρά μιας σκύλας ανθρωπότητας που κατατρομαγμένη τρέχει και δε σώνει, ακούγεται πάντα στους εφιάλτες μας· αν ο Ποιητής μελετώντας το σκοτάδι, δεν έχει άλλο μέτρο από το φως — τότε μπορώ να πω ότι η ευθύνη μου στην Ποίηση ήταν εκτός από ό,τι άλλο και η ελεύθερη κατάθεση μου για την εποχή μας, μέσα από τέτοια βιώματα και εμπειρίες.

Άλλωστε πιστεύω ότι όλη η Ποίηση είναι βιωματική. Τα πρόσωπα και οι εικόνες που περνάνε ολοένα μέσα στην Ποίηση δεν είναι τίποτ' άλλο από τα «γεννήματα της ψυχής» του ποιητή.

Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος. Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το «λίγο», ούτε με το «πολύ». Είναι, επιτρέψατε μου να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν. Με την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσα τους. Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή, είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως του κάθε ανθρώπου η ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των ημερών του βίου αυτών των ποιητών. Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου.

Εξηγούμαι: πόσα ποιήματα έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου από εκείνα πολυγραφότατων ποιητών που ξεπέρασαν κατά εκατοντάδες λ.χ. εκείνα τα 154 του Καβάφη. Μήπως όμως και ο αριθμός των αποτυχημένων ποιημάτων μας πρέπει να λογαριάζεται στο σύνολο των έργων που σημαδεύουν την πρόοδο της Τέχνης;

Όσο για τη «βασανιστική πικρή μνήμη» που επισημαίνετε στα ποιήματα μου, δεν την θεωρώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δικής μου μόνο δουλειάς. Στα χρόνια μας οι περισσότεροι ποιητές είδαν τον κόσμο να σβήνει, τους ανθρώπους να χάνονται για το τίποτα, την ιστορία να γίνεται σκόνη, το κακό να χτυπάει παντού. Μερικοί κατέβηκαν ως κάτω τη σκάλα και περπάτησαν ανάμεσα στους νεκρούς. Πικράθηκαν πολύ και δεν μπορούνε να ξεχάσουν. Και η μνήμη γίνεται βασανιστική καθώς πάει να σε προδώσει γιατί φοβάσαι ότι δεν θα προφτάσεις να μαρτυρήσεις όλη την αλήθεια. Συλλογίζομαι τώρα ότι η ποίηση που γράφτηκε σε κάποιους όλβιους καιρούς, μας δίνει πολλές φορές την εντύπωση μιας κότας ψευτοβιασμένης από πληκτικούς, ακμαίους λυρικούς κοκκόρους. Ίσως γινόμαστε άδικοι. Ίσως τη συγκρίνουμε με την ποίηση του καιρού μας που μας συγκινεί περισσότερο γιατί μοιάζει πιο πολύ με την κουρελιασμένη μνήμη μας. Μια κουρελιασμένη οθόνη όπου προβάλλονται βασανιστικά, ακατάπαυστα κουρελιασμένες εικόνες.

Δεν ξέρω να σας πω ποιο είναι το κέντρο και ποια η περιφέρεια όταν συλλογίζομαι τη γεωγραφία της Λογοτεχνίας. Άμα πιστεύεις στη δουλειά σου έχεις το θαυμάσιο συναίσθημα ότι δουλεύεις μέσα σε μια παγκόσμια συντεχνία. Αυτό, για έναν συνειδητό δημιουργό, είναι μια φυσική κατάσταση. Και νομίζω ότι δεν θα του άρεσε να τον κατατάσσουν σε κάποια κατηγορία, ανάλογα με το μέρος που του έλαχε να ζει είτε από ανάγκη, είτε από τύχη, είτε από δική του επιλογή. Έχω έναν φίλο Ινδιάνο. Είναι ποιητής και ζει χρόνια σ' ένα δάσος της Δυτικής Βιργινίας, στις παρυφές των Απαλαχίων. Δεν μπορώ να σκεφτώ και κείνον και μένα που ζω σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Πελοποννήσου, περιχαρακωμένος σε κάποια περιφέρεια, έξω από τα μεγάλα κέντρα του Πνεύματος και της Τέχνης ή τις λεγόμενες πολιτιστικές πρωτεύουσες. Αν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αρχίζει από τη γειτονιά μας, τότε είναι και αλήθεια ότι ο κήπος της Λογοτεχνίας ποτίζεται από όλες τις γειτονιές του κόσμου. Ποιος θα μου πει όμως σε ποια περιφέρεια εντάσσονται οι λογοτέχνες που γράψανε το έργο τους πάνω σε καράβια, μέσα σε φυλακές, σε εξορίες, ή διωγμένοι και κυνηγημένοι από τόσο σε τόπο;

Συχνά στα ποιήματα μου εκμεταλλεύτηκα τα όνειρα που είδα στον ύπνο μου. Πιστεύω ότι στα όνειρα επανέρχονται εναργέστερα οι σημαντικές του κόσμου και της ζωής μας στιγμές. Γιατί ο ύπνος είναι ο σκοτεινός θάλαμος όπου τυπώνονται τα αρνητικά των αυθεντικών εικόνων της ύπαρξης μας.

Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης του. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.

Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.  "



 Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.



Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου