Η νεράιδα της πηγής!!
Σ' ένα μακρινό χωριουδάκι, ζούσε μια χήρα μαζί με τις δυο κόρες της. Η μεγαλύτερη, που ήταν και η πιο αγαπημένη της, ήταν άσχημη και κακομαθημένη, ενώ η άλλη αδελφή ήταν πολύ όμορφη και ενάρετη.
Για ένα μυστήριο λόγο, η μητέρα είχε μεγάλη αδυναμία και λάτρευε τη πρώτη της κόρη, που ήταν άχαρη, γεμάτη κρεατοελιές και είχε μύτη γαμψή και μεγάλη. Ήταν επίσης ψηλομύτα, αντιπαθητική και κακιά, αλλά η χήρα, βλέποντας την έτσι από μικρή, και έχοντας της τέτοια αγάπη, την έβλεπε όλο χαρίσματα, και ονειρευόταν ότι θα έκανε ένα σπουδαίο γάμο, με έναν ευγενή και ξεχωριστό πλούσιο άνδρα.
Η δεύτερη κόρη, η όμορφη, είχε ένα γλυκό και καλοσυνάτο χαρακτήρα, με διακριτικότητα, μετριοφροσύνη, πολύ εργατική αλλά ονειροπόλα.
Βλέποντας κάποιος τις δύο αδελφές, δύσκολα μπορούσε να φανταστεί ότι είχαν συγγένεια μεταξύ τους. Βέβαια όλοι προτιμούσαν τη μικρότερη. Όλοι,...εκτός από τη μητέρα της, που φθονούσε που δεν ξεχώριζαν τη ''χαρισματική'', όπως πίστευε, μεγάλη κόρη της.
Η μικρότερη φρόντιζε το σπίτι, και φορτωνόταν όλες τις δουλειές γενικά, ώστε να μην έρχεται σε επαφή με πολύ κόσμο, και ειδικά με άνδρες σε ηλικία γάμου.
Ακόμα και το χωραφάκι που είχαν, η κοπέλα το καλλιεργούσε, και το πότιζε, φρόντιζε τα ζωντανά, καθάριζε, έραβε, σιδέρωνε, από το πρώτο φως της αυγής, μέχρι πολύ αργά τη νύχτα.
Ωστόσο ήταν πάντα χαρούμενη, και δούλευε τραγουδώντας.
Μία από τις δουλειές της ήταν να σηκώνεται πολύ πρωί, και να φέρνει νερό από τη πηγή, που βρισκόταν στη μέση του δάσους. Δύο κανάτια με νερό μάλιστα, για το πρωινό μπάνιο της μητέρας της και της αδελφής της. Μια μέρα που πήγε για νερό, μόλις είχε φτάσει στη πηγή, και είδε να βγαίνει από τα δέντρα μια κακόμοιρη γριά, που βάδιζε με μεγάλη δυσκολία. Στην πραγματικότητα η γριά, ήταν μια νεράιδα που συνήθιζε να μεταμφιέζεται και να πλησιάζει έτσι τους ανθρώπους.
-Γλυκιά μου κοπέλα-είπε-, είμαι τόσο αδύναμη που δεν έχω την αντοχή να γεμίσω το κουβά μου με νερό, και να τον σηκώσω για να πιω. Ίσως θα μπορούσες να μοιραστείς το κανάτι σου μαζί μου;
-Μα και βέβαια, απάντησε με προθυμία και ευγένεια η κοπέλα. Θα γεμίσω το κανάτι με φρέσκο νερό και θα το σηκώσω εγώ για να μπορέσεις να πιεις άνετα και να ξεδιψάσεις.
Κι έτσι έκανε. Περίμενε με στοργή και υπομονετικά να πιει η γριά, και στη συνέχεια μοιράστηκε μαζί της το φτωχικό πρωινό της.
Όταν πια έφαγαν, η γριά της είπε:
-Η καλοσύνη σου και η ευγένεια σου, με κάνουν να θέλω να σου κάνω δώρο.
Και χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε τη κανονική της μορφή, αφήνοντας άφωνη τη κοπέλα.
-Από εδώ και στο εξής, της είπε, κάθε λέξη που θα βγαίνει από το στόμα σου όταν μιλάς, θα συνοδεύεται από λουλούδια και πολύτιμες πέτρες.
Όταν η κοπέλα επέστρεψε στο σπίτι, την περίμενε αγριεμένη η μητέρα της, που άρχισε να της φωνάζει για την αργοπορία της, και της ζητούσε εξηγήσεις.
Η κοπέλα άρχισε να ζητάει συγγνώμη, ενώ διάφορα μαργαριτάρια, ένα διαμάντι και τρία τριαντάφυλλα βγήκαν από τα χείλη της. Η μητέρα της τα έχασε, και αφού έμαθε όλα τα συμβάντα, αποφάσισε να στείλει την αγαπημένη της κόρη στη πηγή, γιατί αυτή την ανταμοιβή εκείνη την άξιζε περισσότερο.
Έβγαλε από το μπαούλο το καλύτερο φόρεμα που το φύλαγε, και το έδωσε στην αγαπημένη της.
Η μεγαλύτερη κόρη δεν ήθελε να πάει να φέρει νερό, γιατί πάντα ξύπναγε αργά και με κακή διάθεση.
Μπροστά στην επιμονή της μάνας, ντύθηκε όπως θα ντυνόταν μια πριγκίπισσα, και πήρε ένα χάλκινο κανάτι.
Μόλις έφτασε στη πηγή, περίμενε τη γριά να εμφανιστεί. Αντί για τη γριά εμφανίστηκε μια κυρία ντυμένη πλούσια και της είπε με όμορφο τρόπο:
-Σε παρακαλώ είμαι διψασμένη. Μπορείς να μου δώσεις λίγο νερό από το κανάτι σου:
Η κακότροπη όμως κοπέλα της απάντησε:
-Άσε με στην ησυχία μου, πιες μόνη σου γιατί εγώ περιμένω μια γριά, και δεν πρόκειται να αφιερώσω χρόνο για να ασχοληθώ μαζί σου.
-Αυτό θα κάνω, απάντησε η κυρία με συγκρατημένο θυμό. Θα πιω μόνη μου, αφού πρώτα όμως σου αφήσω ένα δώρο, αντάξιο σου. Από εδώ και στο εξής, κάθε που θα μιλάς θα βγαίνουν από το στόμα σου βατράχια και φίδια.
Τότε η αγενέστατη κόρη κατάλαβε ότι είχε μπροστά της τη νεράιδα, που απλά είχε αλλάξει μεταμφίεση. Έβαλε τα κλάματα, και έτρεξε στο σπίτι της. Κάθε που προσπαθούσε να εξηγήσει στη μητέρα της τι έγινε, πετάγονταν βατράχια και φίδια προκαλώντας αηδία στην ίδια και οργή στη μητέρα της για το κακό που έπαθε το κοριτσάκι της.
Οργισμένη γυρίζει και λέει στη μικρή της κόρη
-Χάσου από τα μάτια μου, δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, που δεν προφύλαξες την αδελφή σου από αυτή τη συμφορά. Να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις.
Με σπρωξιές τη πέταξε έξω από το σπίτι. Η κοπέλα κλαίγοντας για τη συμπεριφορά της μητέρας της, έφτασε στο δάσος, και έπεσε κάτω στο χώμα, μη μπορώντας να σταματήσει τους λυγμούς της.
Η νεράιδα την είδε και τη λυπήθηκε. Μεταμορφώθηκε σε αρσενικό ελάφι, και παρουσιάστηκε μπροστά στον πρίγκιπα που κυνηγούσε στο δάσος εκείνη την ημέρα. Τον έκανε να την ακολουθήσει για να τη σκοτώσει, και όταν έφτασε στο σημείο που έκλαιγε η κοπέλα, εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο πρίγκιπας είδε τη κοπέλα που έκλαιγε και ξέχασε αμέσως το ελάφι.
-Τι σου συμβαίνει γλυκιά μου και κλαις;;
Όταν η κοπέλα άρχισε να του διηγείται τι της συνέβαινε, βγήκαν από το στόμα της δύο τουλίπες, τρία σμαράγδια και ένα ρουμπίνι. Ο πρίγκιπας έμεινε έκθαμβος. Όσο η κοπέλα μιλούσε, εκείνος κατάλαβε ότι είχε μπροστά του ένα πλάσμα όχι μόνο όμορφο, αλλά καλοσυνάτο και με γλυκύτητα, και την ερωτεύτηκε.
-Μη κλαις ομορφιά μου, αν θες έλα μαζί μου στο παλάτι, και δέξου να γίνεις γυναίκα μου. Τα πλούτη που βγαίνουν από το στόμα σου, είναι η απόδειξη ότι η πραγματική σου προίκα είναι η καλή σου η καρδιά, και η ευγένεια σου. Τέτοια προίκα ατράνταχτη, ώστε μια νεράιδα να σου κάνει τέτοιο δώρο.
Έζησαν ευτυχισμένοι όλη τη ζωή τους, και τα πλούτη χρησίμευσαν ώστε να κάνουν ευτυχισμένο και το λαό τους.
Για ένα μυστήριο λόγο, η μητέρα είχε μεγάλη αδυναμία και λάτρευε τη πρώτη της κόρη, που ήταν άχαρη, γεμάτη κρεατοελιές και είχε μύτη γαμψή και μεγάλη. Ήταν επίσης ψηλομύτα, αντιπαθητική και κακιά, αλλά η χήρα, βλέποντας την έτσι από μικρή, και έχοντας της τέτοια αγάπη, την έβλεπε όλο χαρίσματα, και ονειρευόταν ότι θα έκανε ένα σπουδαίο γάμο, με έναν ευγενή και ξεχωριστό πλούσιο άνδρα.
Η δεύτερη κόρη, η όμορφη, είχε ένα γλυκό και καλοσυνάτο χαρακτήρα, με διακριτικότητα, μετριοφροσύνη, πολύ εργατική αλλά ονειροπόλα.
Βλέποντας κάποιος τις δύο αδελφές, δύσκολα μπορούσε να φανταστεί ότι είχαν συγγένεια μεταξύ τους. Βέβαια όλοι προτιμούσαν τη μικρότερη. Όλοι,...εκτός από τη μητέρα της, που φθονούσε που δεν ξεχώριζαν τη ''χαρισματική'', όπως πίστευε, μεγάλη κόρη της.
Η μικρότερη φρόντιζε το σπίτι, και φορτωνόταν όλες τις δουλειές γενικά, ώστε να μην έρχεται σε επαφή με πολύ κόσμο, και ειδικά με άνδρες σε ηλικία γάμου.
Ακόμα και το χωραφάκι που είχαν, η κοπέλα το καλλιεργούσε, και το πότιζε, φρόντιζε τα ζωντανά, καθάριζε, έραβε, σιδέρωνε, από το πρώτο φως της αυγής, μέχρι πολύ αργά τη νύχτα.
Ωστόσο ήταν πάντα χαρούμενη, και δούλευε τραγουδώντας.
Μία από τις δουλειές της ήταν να σηκώνεται πολύ πρωί, και να φέρνει νερό από τη πηγή, που βρισκόταν στη μέση του δάσους. Δύο κανάτια με νερό μάλιστα, για το πρωινό μπάνιο της μητέρας της και της αδελφής της. Μια μέρα που πήγε για νερό, μόλις είχε φτάσει στη πηγή, και είδε να βγαίνει από τα δέντρα μια κακόμοιρη γριά, που βάδιζε με μεγάλη δυσκολία. Στην πραγματικότητα η γριά, ήταν μια νεράιδα που συνήθιζε να μεταμφιέζεται και να πλησιάζει έτσι τους ανθρώπους.
-Γλυκιά μου κοπέλα-είπε-, είμαι τόσο αδύναμη που δεν έχω την αντοχή να γεμίσω το κουβά μου με νερό, και να τον σηκώσω για να πιω. Ίσως θα μπορούσες να μοιραστείς το κανάτι σου μαζί μου;
-Μα και βέβαια, απάντησε με προθυμία και ευγένεια η κοπέλα. Θα γεμίσω το κανάτι με φρέσκο νερό και θα το σηκώσω εγώ για να μπορέσεις να πιεις άνετα και να ξεδιψάσεις.
Κι έτσι έκανε. Περίμενε με στοργή και υπομονετικά να πιει η γριά, και στη συνέχεια μοιράστηκε μαζί της το φτωχικό πρωινό της.
Όταν πια έφαγαν, η γριά της είπε:
-Η καλοσύνη σου και η ευγένεια σου, με κάνουν να θέλω να σου κάνω δώρο.
Και χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε τη κανονική της μορφή, αφήνοντας άφωνη τη κοπέλα.
-Από εδώ και στο εξής, της είπε, κάθε λέξη που θα βγαίνει από το στόμα σου όταν μιλάς, θα συνοδεύεται από λουλούδια και πολύτιμες πέτρες.
Όταν η κοπέλα επέστρεψε στο σπίτι, την περίμενε αγριεμένη η μητέρα της, που άρχισε να της φωνάζει για την αργοπορία της, και της ζητούσε εξηγήσεις.
Η κοπέλα άρχισε να ζητάει συγγνώμη, ενώ διάφορα μαργαριτάρια, ένα διαμάντι και τρία τριαντάφυλλα βγήκαν από τα χείλη της. Η μητέρα της τα έχασε, και αφού έμαθε όλα τα συμβάντα, αποφάσισε να στείλει την αγαπημένη της κόρη στη πηγή, γιατί αυτή την ανταμοιβή εκείνη την άξιζε περισσότερο.
Έβγαλε από το μπαούλο το καλύτερο φόρεμα που το φύλαγε, και το έδωσε στην αγαπημένη της.
Η μεγαλύτερη κόρη δεν ήθελε να πάει να φέρει νερό, γιατί πάντα ξύπναγε αργά και με κακή διάθεση.
Μπροστά στην επιμονή της μάνας, ντύθηκε όπως θα ντυνόταν μια πριγκίπισσα, και πήρε ένα χάλκινο κανάτι.
Μόλις έφτασε στη πηγή, περίμενε τη γριά να εμφανιστεί. Αντί για τη γριά εμφανίστηκε μια κυρία ντυμένη πλούσια και της είπε με όμορφο τρόπο:
-Σε παρακαλώ είμαι διψασμένη. Μπορείς να μου δώσεις λίγο νερό από το κανάτι σου:
Η κακότροπη όμως κοπέλα της απάντησε:
-Άσε με στην ησυχία μου, πιες μόνη σου γιατί εγώ περιμένω μια γριά, και δεν πρόκειται να αφιερώσω χρόνο για να ασχοληθώ μαζί σου.
-Αυτό θα κάνω, απάντησε η κυρία με συγκρατημένο θυμό. Θα πιω μόνη μου, αφού πρώτα όμως σου αφήσω ένα δώρο, αντάξιο σου. Από εδώ και στο εξής, κάθε που θα μιλάς θα βγαίνουν από το στόμα σου βατράχια και φίδια.
Τότε η αγενέστατη κόρη κατάλαβε ότι είχε μπροστά της τη νεράιδα, που απλά είχε αλλάξει μεταμφίεση. Έβαλε τα κλάματα, και έτρεξε στο σπίτι της. Κάθε που προσπαθούσε να εξηγήσει στη μητέρα της τι έγινε, πετάγονταν βατράχια και φίδια προκαλώντας αηδία στην ίδια και οργή στη μητέρα της για το κακό που έπαθε το κοριτσάκι της.
Οργισμένη γυρίζει και λέει στη μικρή της κόρη
-Χάσου από τα μάτια μου, δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, που δεν προφύλαξες την αδελφή σου από αυτή τη συμφορά. Να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις.
Με σπρωξιές τη πέταξε έξω από το σπίτι. Η κοπέλα κλαίγοντας για τη συμπεριφορά της μητέρας της, έφτασε στο δάσος, και έπεσε κάτω στο χώμα, μη μπορώντας να σταματήσει τους λυγμούς της.
Η νεράιδα την είδε και τη λυπήθηκε. Μεταμορφώθηκε σε αρσενικό ελάφι, και παρουσιάστηκε μπροστά στον πρίγκιπα που κυνηγούσε στο δάσος εκείνη την ημέρα. Τον έκανε να την ακολουθήσει για να τη σκοτώσει, και όταν έφτασε στο σημείο που έκλαιγε η κοπέλα, εξαφανίστηκε από μπροστά του.
Ο πρίγκιπας είδε τη κοπέλα που έκλαιγε και ξέχασε αμέσως το ελάφι.
-Τι σου συμβαίνει γλυκιά μου και κλαις;;
Όταν η κοπέλα άρχισε να του διηγείται τι της συνέβαινε, βγήκαν από το στόμα της δύο τουλίπες, τρία σμαράγδια και ένα ρουμπίνι. Ο πρίγκιπας έμεινε έκθαμβος. Όσο η κοπέλα μιλούσε, εκείνος κατάλαβε ότι είχε μπροστά του ένα πλάσμα όχι μόνο όμορφο, αλλά καλοσυνάτο και με γλυκύτητα, και την ερωτεύτηκε.
-Μη κλαις ομορφιά μου, αν θες έλα μαζί μου στο παλάτι, και δέξου να γίνεις γυναίκα μου. Τα πλούτη που βγαίνουν από το στόμα σου, είναι η απόδειξη ότι η πραγματική σου προίκα είναι η καλή σου η καρδιά, και η ευγένεια σου. Τέτοια προίκα ατράνταχτη, ώστε μια νεράιδα να σου κάνει τέτοιο δώρο.
Έζησαν ευτυχισμένοι όλη τη ζωή τους, και τα πλούτη χρησίμευσαν ώστε να κάνουν ευτυχισμένο και το λαό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου