Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό. Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας, στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος, στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται. Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα όταν δεν υπήρχες ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου έψαχναν αυτό που τώρα - ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό - σου δίνω με γεμάτα χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν. Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
Υπήρξες μία περιπέτεια, μία άμεση δράση ένα τροχαίο περιστατικό στην μέση της νυχτός μία εκδορά στην άσφαλτο του κρανίου μου μηχανής που έτρεχε ανυπόφορα μπροστά κυνηγημένη από δύο - ή και περισσότερα περιπολικά - δίχως μπάτσους, δίχως κάποια γνωστή εξουσία επιβιβασμένη
Υπήρξες, γιατί κάποιος κυνηγούσε τη ζωή μου επειδή χρειάστηκε να παραβιάσω τη νύχτα και δεν μου το συγχώρεσε τα κόκκινα φανάρια, τα ασημένια φεγγάρια τα πήρε μαζί της η ορμητική εφηβεία μου
Υπήρξες γιατί έπρεπε να σε διασχίσω είχες έναν δρόμο αποτυπωμένο στο βλέμμα, γνώριμο κι έτρεξα πάνω στο κορμί σου είχες μία παλιά σχισμή στο μπράτσο, που δεν ήταν δύναμη είχες την ανάγκη να κρατηθείς από μένα όπως τα κυπαρίσσια απ’ το χώμα τους. Και εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο για τα κυπαρίσσια.
Για όλα αυτά υπήρξες. Ειδάλλως θα σε προσπερνούσα με ταχύτητα με τους φωτός την προσπέλαση που με διακατέχει στις μοναξιάς της ώρες
Μα εσύ γεννήθηκες για να συγκρουστείς μαζί μου μικρή αδερφή του τιτάνα κορμί, φλόγα, σπορά και φθορά σε βάπτισαν ηλιόμορφη και νωπή-νωπή σαν τη φρέσκια βροχή χωρίς φασαρία, δίχως ίλιγγο, ξάπλωσα δίπλα σου
Για να σε βγάλω από τις μικρές σου συλλαβές κι από τους ψιθύρους σου, σ’ αναστάτωσα για να σε μετακομίσω σε μία άλλη πλατεία με συνθήματα ιδιόμορφα στους τοίχους εκεί που λένε το νερό φωνή και την ύλη αγέρα σε κύλισα στα σεντόνια, σαν την ζεστή κόλαση
Υπήρξα και θα υπάρχω για πάντα. Θα κλείσω τη συντέλεια του κόσμου με ένα ασπασμό στην μορφή σου. Υπήρξα γιατί ήσουνα εκεί, να με βλέπεις.
Για κανέναν άλλο, για οποιοδήποτε άλλο λόγο κι αν σκεφτείς δεν θα κατάφερνα να υπάρξω.
Κι εάν δεν υπήρχες Πες μου γιατί να να υπάρχω εγώ Για να περιφέρομαι σ’ εναν κόσμο χωρίς εσένα Χωρίς ελπίδα και χωρίς λύπη (συναισθήματα) Κι εάν δεν υπήρχες Θα προσπαθούσα να εφεύρω την αγάπη Όπως ένας ζωγράφος που βλέπει μέσ’από τα δαχτυλά του Να γεννιούνται τα χρώματα της ημέρας Και αναρωτιέται γι αυτά
Κι εάν δεν υπήρχες Πες μου για ποιον να να υπάρχω εγώ Περαστικές (γυναίκες) που κοιμούνται μες στα μπράτσα μου Τις οποίες δεν θ’ αγαπήσω ποτέ Κι εάν δεν υπήρχες Δε θα ήμουν τίποτα πέρα απο μια επιπλέον κουκίδα Σ’αυτόν τον κόσμο που πάει κ έρχεται Θα αισθανόμουν χαμένος Θα σε είχα ανάγκη
Κι εάν δεν υπήρχες Πες μου πώς θα υπήρχα Θα μπορούσα να προσποιηθώ ότι είμαι εγώ Αλλά αυτό δε θα ήταν αλήθεια Κι εάν δεν υπήρχες Πιστεύω πως θα είχα βρει Το μυστικό της ζωής, το γιατί Μόνο για να σε δημιουργήσω Και για να σε κοιτάξω
Κι εάν δεν υπήρχες Πες μου γιατί να να υπάρχω εγώ Για να περιφέρομαι σ’ εναν κόσμο χωρίς εσένα Χωρίς ελπίδα και χωρίς λύπη (συναισθήματα) Κι εάν δεν υπήρχες Θα προσπαθούσα να εφεύρω την αγάπη Όπως ένας ζωγράφος που βλέπει μέσ’από τα δαχτυλά του Να γεννιούνται τα χρώματα της ημέρας Και αναρωτιέται γι αυτά
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη, σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.. Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή, άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία..
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια, χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια..
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη… Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός. Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…