Ο θησαυρός των αστεριών
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος ψαράς. Είχε ολόλευκα μαλλιά, μακριά γένια και μουστάκια, και δυο μεγάλα γαλανά μάτια. Φαινόταν τόσο καλός και τα χέρια του άγγιζαν το κάθε τι με τόση τρυφεράδα που έμοιαζε με άγγελο.
Ο γέρος αυτός είχε και ένα εγγονάκι, τον Καστανούλη. Ο Καστανούλης θαύμαζε τον παππού του πάρα πολύ και τον θεωρούσε τον πιο καλό παππού του κόσμου.
Ένα απόγευμα, ο παππούς και ο εγγονός αποφάσισαν να πάνε για ψάρεμα. Μπήκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν.
Σιγά-σιγά βράδιαζε και η νύχτα φαινόταν μαγευτική.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη.
Ο παππούς τότε είπε:
«Απόψε, παιδί μου, δε θα ρίξουμε τα δίχτυα. Είναι κρίμα να στερήσουμε τη ζωή από τα ζώα του βυθού. Ας αφήσουμε τη βάρκα να μας πάει όπου θέλει».
Ξαφνικά, εκεί που κουβέντιαζαν, ο παππούς είδε έναν ασημένιο δρόμο που ξεκινούσε από το φεγγάρι και συνέχιζε στην θάλασσα. Ο παππούς είπε:
«Γιόκα μου, αυτός είναι ο δρόμος της αγάπης»
Η βάρκα μόλις τον άκουσε έστριψε και άρχισε να κινείται πάνω στο δρόμο της αγάπης.
Ξαφνικά, ένιωσαν έναν τρίτο άνθρωπο μέσα στη βάρκα.
Γύρισαν και είδαν μια όμορφη νεράιδα. Στα μαλλιά της είχε μια κορδέλα από φύκια, το φόρεμά της έμοιαζε με το ουράνιο τόξο και αντί για παντόφλες φορούσε δυο γυαλιστερά κοχύλια.
Ο γέρο ψαράς την καλωσόρισε και της πρόσφερε ψωμί, τυρί και χταπόδι.
Η νεράιδα όμως του είπε:
«Δεν έχουμε καιρό για φαγητό. Θα ρίξουμε τα δίχτυα σε λίγο αλλά κανένα ζωντανό δεν θα κινδυνεύσει. Μην ανησυχείτε».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο δρόμος της αγάπης δεν τελειώνει ποτέ όταν ξαφνικά ένα λαμπερό αστέρι έπεσε από τον ουρανό και χάθηκε στη θάλασσα.
Η νεράιδα ρώτησε τον Καστανούλη:
«Είδες το αστέρι;»
«Ναι», απάντησε ο Καστανούλης.
«Έχω δει πολλά τις νύχτες που δεν έχει φεγγάρι».
«Και ξέρεις που πάνε;», ρώτησε η νεράιδα.
«Πέφτουν»,. Απάντησε ο Καστανούλης.
Εκείνη τη στιγμή έφτασαν σε ένα παράξενο μέρος.
Ξαφνικά η βάρκα έγινε μεγάλη, ο παππούς έγινε μεγάλος και τα χέρια του έδειχναν πλασμένα από μετάξι και καλοσύνη.
Η νεράιδα είπε στον παππού να ρίξει τα δίχτυα. Αντί όμως να ψαρεύουν ψάρια, ψάρευαν λαμπερά αστέρια. Η νεράιδα πήρε τα χέρια του παππού και τα φίλησε.
Τους εξήγησε ότι
«Καθένα από αυτά τα αστέρια ήταν κάποτε ένα δάκρυ χαράς ή λύπης.
Επειδή όμως κανείς δεν μπορούσε να τα δει, ο Θεός αποφάσισε αυτά τα δάκρυα να γίνουν άστρα, να φωτίζουν τον ουρανό και τις όμορφες νύχτες να πέφτουν στη θάλασσα.
Μόνο τα χέρια ενός καλού ανθρώπου μπορούν να τα φέρουν στον κόσμο. Τότε η λύπη τους σβήνει και η χαρά τους λαμποκοπά.
Οι ψυχές των καλών ανθρώπων μπορούν να τα δουν.
Είναι ευλογημένα, γι' αυτό όταν οι άνθρωποι τα βλέπουν να πέφτουν και προλάβουν να κάνουν μια ευχή, η ευχή τους θα πραγματοποιηθεί.»
Αυτά είπε η νεράιδα για τον θησαυρό των αστεριών.
Έπειτα έφυγε, και ο Καστανούλης πλησίασε τον παππού του με τη σκέψη ότι θα καταλάβει καλύτερα τα λόγια της νεράιδας όταν μεγαλώσει.
Πηγή: Pathfinder.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου