Κωνσταντίνος Καβάφης «Μια νύχτα»
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στα ερωτικά του ποιήματα, χρησιμοποιώντας μια απλούστερη γλωσσική μορφή από αυτή που χρησιμοποιεί στα ιστορικά του, μας αποκαλύπτει εμπειρίες και αισθητικές απολαύσεις που σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν τον ίδιο αλλά και την ποιητική του δημιουργία.
Ο έρωτας για τον ποιητή έχει ιδιαίτερη αξία -όχι, βέβαια όση η ποίηση, όπως ο ίδιος παραδέχεται σε ιδιόχειρο σημείωμά του- και αποτελεί μια θεματική γύρω από την οποία περιστρέφονται πολλά από τα ποιήματά του. Συνήθως, αρκείται σε περιγραφές νεαρών ανδρών που ο ποιητής είτε είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ή να θαυμάσει τυχαία είτε προσώπων που δημιουργεί με τη φαντασία του, αποδίδοντάς τους εξαίσιο κάλλος και ερωτισμό.
Το ποίημα αυτό είναι ξεχωριστό, υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε μια ερωτική εμπειρία του ποιητή και έρχεται, ουσιαστικά, να απαντήσει στις διαπιστώσεις διαφόρων μελετητών, που πρεσβεύουν ότι ο Καβάφης δεν κατόρθωσε ποτέ να εκπληρώσει τις έκνομες επιθυμίες του και πως οι ερωτικές αναφορές στην ποίησή του αποτελούν απλώς τολμηρές φαντασιώσεις του.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Καβάφης μας παρουσιάζει λεπτομερειακά το χώρο όπου πραγματώθηκε η ερωτική του αυτή εμπειρία. Η φτωχική κάμαρα, πάνω από την ύποπτη ταβέρνα, το βρόμικο σοκάκι που φαινόταν από το παράθυρο και οι φωνές των εργατών που έπαιζαν χαρτιά, αποτελούν το σκηνικό, τις οπτικές και ηχητικές παραστάσεις, δηλαδή, που συνόδευσαν τις ηδονικές στιγμές του ποιητή. Η παρουσίαση αυτή συμβάλλει στη θεατρικότητα του ποιήματος, αλλά και υποδηλώνει την ιδιαίτερη σημασία που είχε η εμπειρία αυτή για τον ποιητή, μιας και «έπειτα από τόσα χρόνια» θυμάται ακόμη με τόση ακρίβεια το χώρο και τους ήχους που πλαισίωσαν την εκπλήρωση των ερωτικών του επιθυμιών.
Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής μας δίνει ελλειπτικά την περιγραφή της ερωτικής του εμπειρίας, εστιάζοντας την προσοχή του κυρίως στα χείλη του εραστή του, στα ηδονικά και ρόδινα χείλη που παρέσυραν τον ποιητή σε μια ερωτική μέθη, τόσο έντονη που ακόμη και τώρα που γράφει τους στίχους του, μετά από τόσα χρόνια, αισθάνεται πως μεθά ξανά. Ο ποιητής, βέβαια, δεν διευκρινίζει το φύλο του προσώπου με το οποίο βίωσε την τόσο έντονη και μεθυστική ερωτική εμπειρία, αλλά με βάση τις αναφορές άλλων ερωτικών του ποιημάτων, μπορούμε να το εικάσουμε.
Το σχόλιο του ποιητή πως γράφει τους στίχους αυτούς πολλά χρόνια μετά από εκείνη τη νύχτα, συμβαδίζει με άλλες σχετικές αναφορές του πως τα ποιήματά του αντλούνται από εμπειρίες του παρελθόντος -χρειάζεται, κατά τον ποιητή, χρόνος για να μετουσιωθεί κάποιο αίσθημα ή κάποια εμπειρία του σε ποίηση-. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα περισσότερα από τα προσωπικά ποιήματα του Καβάφη δίνονται με τη μορφή αναπολήσεων, μιας και ο ποιητής αφήνει να περάσουν μεγάλα χρονικά διαστήματα προτού καταγράψει και απαθανατίσει στην ποίησή του τις μνήμες του παρελθόντος.
Σε σχέση, βέβαια, με το κατά πόσο το ποίημα αυτό αναφέρεται πράγματι σε προσωπικά βιώματα του ποιητή, μπορεί να υπάρξει ο αντίλογος πως δεν ταυτίζεται απαραίτητα το ποιητικό υποκείμενο με τον ίδιο τον ποιητή και πως ενδέχεται για μια ακόμη φορά ο Καβάφης να έχει υιοθετήσει ένα προσωπείο, μια περσόνα, χωρίς επομένως να καταγράφει δικές του εμπειρίες. Το γεγονός, όμως, ότι ο ποιητής μας δίνει σε πρώτο πρόσωπο την εξομολόγηση αυτή («είχα», «γράφω»), η αναφορά του στην ποιητική δημιουργία: «τώρα που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια», καθώς και η μνεία της μοναχικής του ζωής: «μες στο μονήρες σπίτι μου», δημιουργούν μια πιστή αναπαράσταση της ζωής του Καβάφη -ώρες απομόνωσης και μοναξιάς κατά τις οποίες ο ποιητής αναπολεί το παρελθόν και συνθέτει τους στίχους του-, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας τόσο για την αλήθεια της εμπειρίας που καταγράφει, όσο και για το ότι πρόκειται για ένα καθαρά προσωπικό του βίωμα.